Είστε εδώ

Δικηγορικές αμοιβές: Νόμιμη η παρακράτηση ποσοστών υπέρ των διανεμητικών λογαριασμών. Οι ελάχιστες αμοιβές δεν αντίκεινται στις διατάξεις περί ανταγωνισμού (ΣτΕ)

ΣτΕ 3154/2014 (Γ’/7μ) - Οι δικηγόροι αποτελούν φορείς οικονομικής δραστηριότητας και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην έννοια των επιχειρήσεων κατά το ενωσιακό δίκαιο, οι δε δικηγορικοί σύλλογοι, εφόσον εκδίδουν πράξεις δεσμευτικές για τα μέλη τους συνιστούν ενώσεις επιχειρήσεων /ωστόσο, ο καθορισμός πίνακα ελάχιστων αμοιβών για τους δικηγόρους, δεν αποτελεί ρύθμιση που έχει ανατεθεί στους δικηγορικούς συλλόγους, αλλά ανήκει στην κανονιστική εξουσία του κράτους, κατ’ άρθρο 7 ν. 2753/1999.
 

«…Επειδή, με βάση τα ανωτέρω και τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, οι δικηγόροι αποτελούν φορείς οικονομικής δραστηριότητας και ως εκ τούτου εμπίπτουν στην έννοια των «επιχειρήσεων» κατά το ενωσιακό δίκαιο, οι δε δικηγορικοί σύλλογοι, εφόσον εκδίδουν πράξεις δεσμευτικές για τα μέλη τους, συνιστούν «ενώσεις επιχειρήσεων». Εν προκειμένω, ωστόσο, ο καθορισμός πίνακα ελάχιστων αμοιβών για τους δικηγόρους, δεν αποτελεί ρύθμιση που έχει ανατεθεί στους Δικηγορικούς Συλλόγους, αλλά ανήκει στην κανονιστική εξουσία του κράτους, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2753/1999. Ειδικότερα προβλέπεται η έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης, ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας, για τον καθορισμό ελάχιστης αμοιβής, ενιαίας για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας, η απόφαση δε μπορεί να εκδίδεται και χωρίς την εν λόγω γνώμη, εφόσον παρέλθει άπρακτη προθεσμία 2 μηνών από την υποβολή σχετικού ερωτήματος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2753/1999 επιδιώκεται η καθιέρωση ενός αντικειμενικού συστήματος φορολογικής μεταχείρισης των δικηγόρων και η σύλληψη της φορολογητέας ύλης που συνδέεται με την παροχή νομικών υπηρεσιών, μέσω καθορισμού ελάχιστων, ενιαίων για το σύνολο της χώρας δικηγορικών αμοιβών (ΣτΕ 3776/2009). Επομένως, τα προβαλλόμενα περί αντίθεσης της επίμαχης ρύθμισης, που καθορίζει τα κατώτατα όρια των δικηγορικών αμοιβών, στις ανωτέρω ενωσιακές διατάξεις περί ανταγωνισμού καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/1977, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αιτών προβάλλει ότι η ανωτέρω ρύθμιση αντίκειται στις ενωσιακές διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εν λόγω ρύθμιση δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες που δεν έχουν κανένα συνδετικό κρίκο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο και της οποίας όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός κράτους – μέλους (“καθαρώς εσωτερικές καταστάσεις”) (βλ. ενδεικτικώς ΔΕΚ αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1982, C-35/82 και C-36/82, Morson και Jhanjan της 18ης Οκτωβρίου 1990, C-27/88 και C-197/89, Massam Dzodzi της 5ης Ιουνίου 1997, C-64/96 και C-65/96, Land Nordrhein – Westfalen κατά Kari Uecker και Vera Jacket κατά Land Nordrhein – Westfalen).

Επειδή, περαιτέρω ο καθορισμός του παρακρατούμενου ποσοστού επί των αμοιβών των δικηγόρων από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, υπέρ των διανεμητικών λογαριασμών, ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από απόφαση των εν λόγω δικηγορικών συλλόγων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 161 παρ. 6, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο μετά την προσθήκη της παραγράφου αυτής με το άρθρο 25 του ν. 723/1977 (ΕτΚ Α’, φ. 300), και επομένως το επίμαχο θέμα ρυθμίζεται με κανονιστικού χαρακτήρα διάταξη που θεσπίζει κεντρικό όργανο του κράτους (ΣτΕ 3776/2009). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι η ρύθμιση περί διανεμητικού λογαριασμού αντίκειται στις ως άνω παρατεθείσες ενωσιακές διατάξεις του ανταγωνισμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, ο αιτών προβάλλει αντίθεση της ρύθμισης περί ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής προς την Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά» της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 376 της 27/12/2006).
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 της ως άνω Οδηγίας, η προθεσμία μεταφοράς της παρήλθε στις 28 Δεκεμβρίου 2009, ενσωματώθηκε δε στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 3844/2010 (ΕτΚ Α΄, φ. 63/3.5.2010). Σκοπός της Οδηγίας είναι η εξάλειψη των εμποδίων στην άσκηση των δικαιωμάτων της ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, υπάρχει δε ειδική αναφορά στους παρέχοντες νομικές υπηρεσίες (προοίμιο, αιτιολογική σκέψη 33), και συνεπώς το υπό κρίση αντικείμενο καταρχήν υπάγεται, ως εκ του περιεχομένου του, στις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Δυνάμει της εν λόγω Οδηγίας κάθε κράτος μέλος οφείλει να αξιολογήσει, μεταξύ άλλων, κατά πόσον νομικό σύστημα δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών που προβλέπει «υποχρεωτικές ελάχιστες ή/και ανώτερες τιμές, με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται ο πάροχος» (άρθρο 15 παρ. 2 περ. ζ΄) είναι συμβατό με τις προϋποθέσεις της μη εισαγωγής διακρίσεων, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (άρθρο 15 παρ. 3). Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, η Οδηγία δεν ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων στον αιτούντα παραβάσεων (2002 έως το α΄ εξάμηνο του 2006), η δε προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, δεν είχε δε άμεσο αποτέλεσμα, τουλάχιστον ως προς υποχρεωτικές ελάχιστες τιμές, δεδομένου ότι, κατά τα προαναφερθέντα, στην παρ. 1 του άρθρου 15 της Οδηγίας προβλέπεται διακριτική ευχέρεια του κράτους να διατηρήσει ρυθμίσεις εφόσον προηγουμένως τις αξιολογήσει σε σχέση με τις προϋποθέσεις που θέτει η παρ.3 του ίδιου άρθρου (μη εισαγωγή διακρίσεων, αναγκαιότητα, αναλογικότητα). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι η Οδηγία είναι, εν προκειμένω, εφαρμοστέα».