Είστε εδώ

Επιστολή Δικηγορικού Συλλόγου Τρίπολης προς τους κ. Βουλευτές της Περιφερειακής Ενότητας Αρκαδίας

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ


ΠΡΟΣ

     Τους κ. Βουλευτές της Περιφερειακής Ενότητας Αρκαδίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου

     1. Υπουργό κ. Δημήτριο Ρέππα,
     2. Βουλευτή κ. Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλο και
     3. Βουλευτή κ. Ανδρέα Λυκουρέντζο



     Αξιότιμοι κύριοι,

     Το  σχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή και επιγράφεται «σ/ν για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας», όπως σύσσωμος ο νομικός κόσμος της χώρας μας συμφωνεί, επιχειρεί δήθεν να λύσει ένα υπαρκτό μεν πρόβλημα, αυτό της βραδύτητας στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης, κινούμενο ωστόσο στη βάση της γνωστής μνημονιακής λογικής, καταλήγει να αντιμετωπίζει το ζήτημα της καθυστέρησης στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης με τρόπο «λογιστικό», περικόπτοντας - καταργώντας δίκες, παραγράφοντας αδικήματα και υποθέσεις και αυξάνοντας τα όρια άσκησης ένδικων μέσων, κατά τρόπο που ουσιαστικά τα καταργεί. Θεσπίζει επίσης πρωτοφανείς οικονομικές επιβαρύνσεις (όπως είναι η καθιέρωση τόκων επιδικίας) - προβληματικές και ασύμβατες με το δικαιικό μας σύστημα και το μέχρι σήμερα υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο - εισάγει νέα αυξημένα παράβολα υπέρ του Δημοσίου σε όλες τις εκφάνσεις της διαδικασίας (πολιτικής, ποινικής και διοικητικής), αποτρέποντας στην πραγματικότητα τον πολίτη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, που αποτελεί τον πυρήνα της δίκαιης δίκης, όπως αυτό ειδικότερα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά δικαιώματα και στη νομολογία του Ευρωπαικού Δικαστηρίου για τα δικαιώματα του Ανθρώπου.
     Παράλληλα, η μετάθεση αρμοδιοτήτων από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, αναμένεται όχι να επιλύσει αποτελεσματικά το πρόβλημα αλλά απλώς και μόνο να οδηγήσει σε χωροταξική ανακατανομή του.
     Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως οι πολυμελείς συνθέσεις των Δικαστηρίων σε επίπεδο Εφετείου, που φαίνεται πλέον σχεδόν να απαξιώνονται, αποτελούν εγγύηση δίκαιης δίκης, τεκμηριωμένης δικανικής κρίσης, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστικών λειτουργών και, κατά συνέπεια, κάθε παραμερισμός τους αυξάνει τους κινδύνους αθέμιτων πιέσεων σε βάρος και των πολιτών και της ποιότητας της απονεμόμενης Δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η «πταισματοποίηση» συγκεκριμένων πλημμελημάτων καταλήγει να αποτελεί υποβάθμιση του επιπέδου της παρεχόμενης προστασίας στον πολίτη, αυξάνοντας τα ενδεχόμενα ραγδαίας διάπραξης τέτοιων αδικημάτων.
     Περαιτέρω, με θλίψη διαπιστώνουμε πως για ακόμα μία φορά ο Δικηγορικός κλάδος στοχοποιείται αναίτια ως δήθεν προνομιούχος και προωθούνται ρυθμίσεις «έξωθεν» επιβαλλόμενες και πλήρως ασύμβατες με τη φύση του Δικηγορικού λειτουργήματος. Η πρόσφατη απόπειρα του αρμόδιου Υπουργείου να εντάξει τη σχετική με το καθεστώς ίδρυσης και λειτουργίας δικηγορικών εταιριών ρύθμιση σε πράξη νομοθετικού περιεχομένου - ως δήθεν περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης -, η οποία εντέλει εγκαταλείφθηκε υπό το κράτος έντονων αντιδράσεων σημαντικής μερίδας κυβερνητικών παραγόντων που εξέφρασαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου τη σχετική επιχειρηματολογία τους, επανέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο αυτή τη φορά υπό το μανδύα διάταξης νόμου, η οποία αποτελεί τμήμα μιας σειράς διατάξεων που φέρουν τον άκρως παραπλανητικό τίτλο «Ρυθμίσεις επειγόντων θεμάτων Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

     Στις δικές μας ανησυχίες έρχονται να προστεθούν και οι ανησυχίες που έχουν εκφράσει Ευρωπαίοι και Αμερικανοί δικηγόροι, οι οποίοι μέσω διεθνών και επαγγελματικών οργανώσεών τους (CCBE και ABA),  απέστειλαν, στις 21 Δεκεμβρίου 2010, επιστολή στην επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, εκφράζοντας την ανησυχία τους σχετικά με τις «απαιτούμενες», από την Τρόικα, μεταρρυθμίσεις, που αφορούν το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, τονίζοντας ότι οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις απειλούν την ανεξαρτησία του δικηγορικού επαγγέλματος, αλλά και την πρόσβαση του κοινού στην Δικαιοσύνη. Διευκρινίζουν ότι "δεν εναντιωνόμαστε σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι ενδεχομένως απαραίτητες, ειδικά σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες, αλλά οι παρούσες εξελίξεις ξεπερνούν τον απαραίτητο και δικαιολογημένο χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων και θέτουν βασικά ερωτήματα περί σεβασμού των διεθνών προτύπων", παρατηρώντας επίσης ότι "οι πρωτοβουλίες αυτές ακολουθούν μία καθαρά οικονομική προσέγγιση, χωρίς να υπολογίζουν το λόγο ύπαρξης της επαγγελματικής νομοθεσίας και χωρίς ανάλυση για τις επιπτώσεις που θα φέρουν στην απόδοση της δικαιοσύνης" και ότι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις "είναι ασύμβατες με την ανεξαρτησία του δικηγορικού λειτουργήματος έναντι στην εκτελεστική εξουσία του κράτους, που συνιστά κυρίαρχη αρχή του επαγγέλματος στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο".
     Ως επιστημονικός Σύλλογος, διακρίνοντας και διαβλέποντας την επερχόμενη αποδόμηση του κράτους Δικαίου που λειτούργησε και σφυρηλατήθηκε στη χώρα μας ανά τους αιώνες και διασώθηκε σε πολύ πιο δύσκολες από τις σημερινές συνθήκες, εκφράζουμε την έντονη δυσαρέσκεια και αντίθεσή μας στις προωθούμενες τροποποιήσεις οι οποίες με μαθηματική ακρίβεια μας οδηγούν σε μια κοινωνία όχι ευνομούμενη αλλά κοινωνία που θα επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού. Ενδεικτικά, εξύβριση, απειλή, αυτοδικία, ελαφρές σωματικές βλάβες, δυσφήμιση, κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών μετατρέπονται σε πταισματικές παραβάσεις και η ποινική απαξία τους περιορίζεται στην καταβολή και μόνο χρηματικού προστίμου, γεγονός που θα επιτρέψει στους οικονομικά ισχυρούς να αντιμετωπίζουν τη δικαιοσύνη όχι ως χώρο προστασίας συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων αλλά ως απλή «οικονομική συναλλαγή».
      Με την παρούσα μας, λοιπόν, θα θέλαμε να σας επιστήσουμε την προσοχή για την «αναγκαιότητα» αλλά και τη «σκοπιμότητα» των προωθούμενων τροποποιήσεων, οι οποίες εντάσσονται και αυτές, ως κοινός παρανομαστής, στο σύνολο των πρόσφατων μνημονιακών νομοθετημάτων αποσπασματικού χαρακτήρα και αμφίβολης αποτελεσματικότητας, τα οποία μάλιστα στερούνται συγκεκριμένης στόχευσης και - κατά γενική ομολογία - κινούνται εκτός των ορίων, όχι μόνο της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και της συνταγματικής νομιμότητας.
    Αναμένουμε αν όχι απαιτούμε να μελετήσετε προσεκτικά, ως έχετε συνταγματική αλλά και ηθική υποχρέωση, λέξη προς λέξη, τα κατατεθειμένα σχέδια νόμων με τις προωθούμενες διατάξεις όπως επίσης και να λάβετε σοβαρά υπόψη σας την επιχειρηματολογία μας επί των ανωτέρω ζητημάτων, προκειμένου να συμβάλλετε στο να αποσυρθούν οι εν λόγω ρυθμίσεις, ως ελάχιστη έμπρακτη ένδειξη σεβασμού προς τους θεσμούς και τη συνταγματική νομιμότητα, οι οποίοι υπονομεύονται από την απαξίωση κάθε έννοιας διαλόγου σε θεσμικό επίπεδο και την παράλληλη ύπαρξη προειλημμένων αποφάσεων και πρόθεσης επιβολής ρυθμίσεων αποκλειστικά και μόνο εξωθεσμικής σύλληψης και προέλευσης.
Με εκτίμηση
Το Διοικητικό Συμβούλιο
Του Δικηγορικού Συλλόγου Τρίπολης