Είστε εδώ

Ο ΚΟΙΝΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ

Του Σωκράτη Τσαχιρίδη, Ασκ. Δικηγόρου, MSc Business Law & Administration.

Ως κοινός λογαριασμός (compte joint, join account), σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 1 του ν. 5638/1932, νοείται εκείνος, όπου δικαιούχοι της κατάθεσης είναι δύο ή περισσότερα πρόσωπα υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι έκαστος εξ αυτών δύναται να κάνει χρήση χρήση του λογαριασμού ατομικά, χωρίς να είναι αναγκαία η σύμπραξη του άλλου (κοινός διαζευτικός λογαριασμός)[1]. Συνεπώς, κάθε δικαιούχος του λογαριασμού μπορεί να αναλάβει από τον κοινό λογαριασμό το σύνολο των χρημάτων που υπάρχουν σε αυτόν και η τράπεζα, μετά από αυτήν την καταβολή, «ελευθερώνεται», καθώς οι δικαιούχοι τελούν σε σχέση ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχή[2], ο δε αναλαβών δεν διαπράττει το ποινικό αδίκημα της υπεξαίρεσης[3]. Μοναδική οδός για την ικανοποίηση των υπολοίπων συνδικαιούχων του λογαριασμού είναι να στραφούν αναγωγικά κατά του προσώπου που ανέλαβε ολόκληρο το ποσό. Ακόμα, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα άποψη για να προστεθεί νέος συνδικαιούχος σε υπάρχοντα κοινό λογαριασμό απαιτείται η ρητή σύμφωνη γνώμη (συναίνεση) όλων των υφιστάμενων[4]. Τι γίνεται, όμως, στις περιπτώσεις που ένας εκ των συνδικαιούχων αποβιώσει;

Το εν λόγω θέμα έχει απασχολήσει ιδιαίτερα, τόσο την νομολογία, όσο και την θεωρία. Το βασικό ερώτημα είναι πως ρυθμίζονται τα δικαιώματα σε ένα κοινό λογαριασμό κατόπιν του θανάτου ενός εκ των συνδικαιούχων, ήτοι υπεισέρχονται στον κοινό λογαριασμό οι κληρονόμοι του ή τα δικαιώματα του αποβιώσαντος μεταπίπτουν υπερ των υπολοίπων (συνδικαιούχων); Πρώτο βήμα αποτελεί η έρευνα αν τέθηκε στη σύμβαση του κοινού λογαριασμού ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932 που ορίζει ότι με το θάνατο οπουδήποτε από τους δικαιούχους, η κατάθεση και ο λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως στους υπόλοιπους εν ζωή συνδικαιούχου μέχρι τον τελευταίο αυτών.

Η ύπαρξη του πρόσθετου όρου του άρθρου 2 ν. 5638/1932 στη σύμβαση.

Η εν λόγω διάταξη, που είναι ενδοτικού δικαίου[5], εφόσον έχει τεθεί[6], σημαίνει ότι τα εκ του κοινού λογαριασμού δικαιώματα μεταβαίνουν αυτομάτως και εξ ιδίου δικαίου[7] στους λοιπούς συνδικαιούχους μέχρι του τελευταίου αυτών[8] [9] και όχι στους κληρονόμους (εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης)[10] του θανόντος συνδικαιούχου που αποξενώνονται πλήρως[11] από τον λογαριασμό και την εν αυτώ κατάθεση[12], καθώς η διάθεση αυτών, βάσει του άρθρου 3 υπό εξέταση νόμου, δεν επιτρέπεται αιτία θανάτου (και εν ζωή)[13], με αποτέλεσμα αυτά να εξαιρούνται από την κληρονομιαία περιουσία και να μην υπάρχει δυνατότητα άντλησης δικαιωμάτων από τους κληρονόμους του αποθανόντος συνδικαιούχου κατά την εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων.

Πάντως, επειδή το αποτέλεσμα της προσθήκης του άρθρου 2 του υπό κρίση νόμου θεωρήθηκε ιδιαίτερα αυστήρο για τους νόμιμους μεριδούχους, ο νομοθέτης αρχικά και τα ελληνικά δικαστήρια στη συνέχεια επιδίωξαν να μετριάσουν αυτό το «κακό». Γίνεται δεκτό από την νομολογία[14] και την θεωρία[15] πως στην περίπτωση όπου έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, υπάρχει δυνατότητα για προστασία των νόμιμων μεριδούχων, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό πραγματοποιήθηκε δωρεά. Νομική βάση για την παρεχόμενη προστασία στον νόμιμο μεριδούχο αποτελεί το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, αν με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέστηκε δωρεά, αυτή θα κριθεί ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως τέτοια (δωρεά). Επομένως, αν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής των διατάξεων περί νόμιμης μοίρας, θα συνυπολογιστεί πλασματικά η κατάθεση στην κληρονομιά για τον καθορισμό του ύψους της (νόμιμης μοίρας) κατά το κληρνομικό δίκαιο[16] [17]. Βέβαια, να επισημανθεί ότι έχουν δημιουργηθεί σοβαρές δυσχέρειες στην εφαρμογή του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ, που ανακύπτουν από τον προσδιορισμό του όρου δωρεά[18].

Η έλλειψη του πρόσθετου όρου του άρθρου 2 ν. 5638/1932 στη σύμβαση.

Αν ο ως άνω όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932 δεν έχει περιληφθεί στη σύμβαση του κοινού λογαριασμού, πράγμα που αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα στη συνήθη τραπεζική πρακτική, όπου ως επί το πλείστον τίθεται, τότε και πάλι οι κληρονόμοι του συνδικαιούχου δεν υπεισέρχονται στη θέση του κληρονομούμενου σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου έναντι της τράπεζας, καθώς, όπως είπαμε, υπάρχει, βάσει του άρθρου 3 τους ως άνω νόμου, απαγόρευση διάθεσης της κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό με πράξη αιτία θανάτου (αλλά και εν ζωή[19]).

Όμως, σε αυτήν την περίπτωση όπου λείπει ο όρος του άρθρου 2 του κρίσιμου νόμου, υπάρχει η δυνατότητα αναζήτησης από τους κληρονόμους, του μέρους της κατάθεσης που αντιστοιχεί στον κληρονομούμενο, σύμφωνα με την εσωτερική σχέση των μερών της κατάθεσης, ήτοι των συνδικαιούχων (αναγωγικό δικαίωμα)[20].

Σε αυτό το σημείο αξίζει ίσως να αναφερθεί και η εν μέρει αντίθετη άποψη του κου Ψυχομάνη, σύμφωνα με την οποία, οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου δεν αποστερούνται του κληρονομικού τους δικαιώματος στο ποσό της κατάθεσης, δηλαδή αποκτούν απαίτηση έναντι της τράπεζας για απόδοση του ποσού που θεμελιώνεται στην καθολική διαδοχή, η οποία επήλθε λόγω του θανάτου του κληρονομούμενου. Αυτό, όμως, που δε δύναται να πράξουν οι κληρονόμοι (και ως προς αυτό φαίνεται να συγκλίνουν οι δύο απόψεις) είναι να ζητήσουν την αντικατάσταση του ονόματος του θανόντος με τα δικά τους και τη συνέχιση με αυτόν τον τρόπο της σύμβασης κοινού λογαριασμού[21]. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, καταλήγει η άποψη, ότι έχουν αναγωγικό δικαίωμα έναντι των λοιπών συνδικαιούχων που επωφελούνται από το θανάτου του κληρονομούμενου συνδικαιούχου.

Κλείνοντας να αναφέρουμε ότι στην ελληνική τραπεζική πρακτική η χρήση του κοινού λογιαριασμού είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη με την μορφή της διάζευξης, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε οιονδήποτε εκ των συνδικαιούχων να αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης. Τέλος, δέον να επισημανθεί ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των κοινών λογαριασμών τίθεται ο προαναφερθείς όρος του άρθρου 2 ν. 5638/1932 και ως εκ τούτου απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή.

[1] ΑΠ 313/1999 ΝοΒ 2000, 937. Πάντως, γίνεται δεκτό πως δύναται να τεθεί ο όρος ότι οι συνδικαιούχοι θα μπορούν να κάνουν χρήση του λογαριασμού μόνο όταν συμπράττουν όλοι από κοινού, όποτε βρίσκουν έρεισμα οι διατάξεις περί κοινωνίας δικαιώματος (κοινός συμπλεκτικός ή αδιαίρετος λογαριασμός, άρθρο 111 ν.δ. 118/1973) και όχι οι διατάξεις του ν. 5638/1932. Βλ. Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, 2011, σ. 474 και Ρόκας/Γκόρτσος, οπ, σ. 220

[2] Δούβλης, Κοινός διαζευκτικός λογαριασμός, 1987, σ. 16 επ. Δηλαδή, στην περίπτωση του κοινού διαζευτικό λογαριασμού βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις 489 επ. ΑΚ περί ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και ΕφΑθ 2422/2010, www.katraslaw.gr/ki/nomologia/127-24222010.

[3] Τριανταφυλλάκης, οπ, σ. 308.

[4] ΑΠ 1257/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[5] Διπλωματική εργασία Γρίβα, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Αστικού Δικαίου του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, 2002, Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό, σ. 17.

[6] Ο όρος μπορεί ασφαλώς να έχει συνομολογηθεί, πέρα από γραπτά, και σιωπηρά ή να συνάγεται ερμηνευτικά βάσει της τραπεζικής συνήθειας, όπου ως επί το πλείστον τίθεται. Βλ. Ψυχομάνης, 2011, οπ, σ. 490.

[7] ΑΠ 380/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου κρίθηκε πως η εναγομένη ορθώς ανέλαβε από τον κοινό λογαριασμό ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης και η διατήρησή του έγινε εξ ιδίου δικαίου, καθώς το σχετικό δικαίωμα πηγάζει από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932, οι δε κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου συζύγου της, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, δεν έχουν δικαίωμα να στραφούν, εναντίον της και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις των αρχικών καταθετών τμήμα της καταθέσεως που αναλογούσε στον συνδικαιούχο πατέρα τους, όπως θα μπορούσαν να πράξουν αν δεν είχε τεθεί ο όρος αυτός, αφού η κατάθεση αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται στην κληρονομιαία περιουσία, κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. 5638/1932.

[8] Οι επιζώντες συνδικαιούχοι δεν υπόκεινται σε φόρο κληρονομίας ή άλλα τέλη για την κατάθεση που περιέρχεται σε αυτούς με το σκεπτικό ότι αυτός είναι ένας τρόπος προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων και συγκράτησης των ημεδαπών στην Ελλάδα. Βλ. Ρόκας/Γκόρτσος, οπ, σ. 220. Πάντως, η ως άνω φορολογική απαλλαγή δεν υφίσταται και στους κληρονόμους του τελευταίου απομείναντος συνδικαιούχου. Βλ. Γρίβα, οπ, σ. 18.

[9] Κομισοπούλου, Κατάθεσις εις κοινόν λογαριασμόν ν. 5638/1932 και προσβολή νόμιμης μοίρας δι’ αυτής, ΝοΒ 1964, 436.

[10] Βελέντζας, Νομολογία Τραπεζικού, Αξιογραφικού, Χρηματιστηριακού Δικαίου, 1990-2002, σ. 193, όπου δέχεται ότι στους κληρονόμους που αποκλείονται από την άσκηση των δικαιωμάτων επί του κοινού λογαριασμού στον οποίο ήταν συνδικαιούχος ο κληρονομούμενος, εμπίπτουν τόσο οι αναγκαίοι κληρονόμοι (νόμιμοι μεριδούχοι), όσο και η άπορη χήρα.

[11] ΜΠρΡοδ 108/2013 Αρμ 2013, 905 επ.

[12] Η δικαιολογητική βάση είναι ότι ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932 υποδηλώνει συμφωνία των συνδικαιούχων εμπεριέχουσα επίδοση προς τους λοιπούς, η οποία γίνεται εν ζωή και αφήνει με αυτόν τον τρόπο εκτός κληρονομιάς το ποσό που αναλογεί στον αποβιώσαντα κατά την εσωτερική σχέση. Βλ. Ψυχομάνης, 2011, οπ, σ. 491. ΑΠ 380/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου έγινε δεκτό ότι για την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό στην οποία είχε συνομολογηθεί ο πρόσθετος όρος του άρθρου 2 του κρίσιμου νόμου οι ενάγοντες – κληρονόμοι δεν έχουν κληρονομικό δικαίωμα επί της άνω καταθέσεως, καθώς αυτή μετέρχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού.

[13] Η ως άνω απαγόρευση λειτουργεί μόνο απέναντι στην τράπεζα, καθώς, όπως θα δούμε στην συνέχεια είναι δυνατή σύσταση ενεχύρου επί του ποσού της κατάθεσης.

[14] ΜΠρΡοδ 108/2013, Αρμ 2013, 906 επ., ΜΠρΛαρ 170/1990 ΕΕμπΔ 1991, 426 επ.

[15] Ρόκας/Γκόρτσος, οπ, σ. 221 και Βελεντζάς, οπ, σ. 196.

[16] Άρθρο 1831 ΑΚ για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας και άρθρο 1835 ΑΚ για την ανατροπή ως άστοργος δωρεά.

[17] Ωστόσο, σύμφωνα με άλλη γνώμη, το δικαίωμα των αναγκαίων κληρονόμων δεν είναι αυτούσια κληρονομικό, αλλά ενοχικό και στρέφεται κατά εκείνων των καταθετών που έλαβαν δωρεά παρά του αποβιώσαντος. Βλ. Παμπούκης, Τραπεζικαί Πιστωτικαί Συμβάσεις,1962, σ. 321.

[18] Γρίβα, οπ, σ. 23 επ, όπου γίνεται λεπτομερής ανάλυση της έννοιας της δωρεάς.

[19] Ψυχομάνης, 2011, οπ, σ. 488.

[20] ΑΠ 380/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕφΘεσ 362/1990, ΕλλΔνη 31 (1990), 321. Αν σε περίπτωση ανάληψης όλου του ποσού της κατάθεσης από έναν συνδικαιούχο, θεωρείται ότι ο συνδικαιούοχος που αποβίωσε, θα είχε αναγωγικό δικαίωμα, τότε ορθότερο είναι να αναγνωρίζεται σχετικό δικαίωμα και στους κληρονόμους του. Τουναντίον, αν σχετικό δικαίωμα δε θα αναγνωριζόταν στον ίδιο τον συνδικαιούχο, λογικό είναι να μην αναγνωρίζεται και στους κληρονόμους του. Βλ. Γρίβα, οπ, σ. 21.

[21] Ψυχομάνης, 2011, οπ, σ. 489-490 με περαιτέρω ξενόγλωσση βιβλιογραφία.