Είστε εδώ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: Δικαστική διεκδίκηση των οφειλόμενων ποσών από το Δημόσιο προς το ΤΥΔΕ (ν. 2084/1992)

 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Μιχαήλ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Βασιλείου ΔΗΜΗΝΙΚΟΥ, Δικηγόρων Λάρισας

 

ΘΕΜΑ: Δικαστική διεκδίκηση των οφειλόμενων ποσών από το Δημόσιο προς το ΤΥΔΕ (ν. 2084/1992)

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

            Μας κοινοποιήθηκε το με αριθμό πρωτοκόλλου 417/06-09-2011 έγγραφό του Προέδρου του ΔΣ Λάρισας κ. Δημητρίου Κατσαρού  με το εξής περιεχόμενο:

«Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων που συνήλθε στην Πάτρα 2/3 Σεπτεμβρίου 2011, αποφάσισε σχετικά με την ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων του ΤΥΔΕ, μεταξύ των άλλων και την δικαστική διεκδίκηση των οφειλομένων ποσών από το Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει του άρθρου 35 του Ν 2084/1992. [βλ. σχετικά εισήγησή μου η οποία έγινε δεκτή στον ιστότοπο του ΔΣΑ] .

Σημειωτέον ότι με το άρθρο 25 του Ν 3655/2008 συνεστήθη το ΝΠΔΔ με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απαοχολουμενων [ΕΤΑΑ] το οποίο συγκροτείται από τέσσερις κλάδους ήτοι κύριας ασφάλισης, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγείας. Σύμφωνα με την παρ. 3 Δ τον άρθρου 25 του ως ανω νόμου το Ταμείο Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών εντάχθηκε στον κλάδο υγείας ως Τομέας Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών, ενώ με τα επόμενα άρθρα ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τον σκοπό, την περιουσία, τους πόρους και την διοίκηση του ΕΤΑΑ. Επίσης σύμφωνα με την επισυναπτόμενη κατάσταση στην οποία απεικονίζονται και οι καταβολές τον Δημοσίου, η οφειλή του Δημοσίου μέχρι την 31-12-2010 φέρεται να είναι ποσού 12.519.242,24ευρώ.

Ενόψει των παραπάνω, με βάση τη νομική σας επιστημοσύνη και την πολύχρονη ευδόκιμη δικηγορία που ασκείτε, σας παρακαλώ να γνωμοδοτήσετε εγγράφως, για τα ζητήματα της ενεργητικής νομιμοποίησης, της παραγραφής, το βαθμό δυσκολίας ως προς το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής, καθώς και για οιοδήποτε άλλο που τυχόν ανακύπτει».

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

            Επί του άνω εγγράφου και των περιλαμβανομένων σ’ αυτά ερωτημάτων, η άποψή μας είναι η εξής:

 

 

Α)                                     ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ

                          ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

1.            Κατ άρθρο 25 του ν. 3655/2008 συστήθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ)» το οποίο συγκροτούν τέσσερις κλάδοι:
α)            κλάδος κύριας ασφάλισης
β)            κλάδος επικουρικής ασφάλισης
γ)            κλάδος πρόνοιας   
δ)            κλάδος υγείας (παρ. 2 του άνω άρθρου)
               Σε κάθε κλάδο του άνω ενιαίου ταμείου εντάχθηκαν τα στην παράγραφο 3 του άνω άρθρου ταμεία και κλάδοι, ως τομείς με πλήρη λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια, στο δε κλάδο υγείας, μεταξύ άλλων εντάχθηκε το Ταμείο υγείας δικηγόρων επαρχιών, ως τομέας υγείας δικηγόρων επαρχιών (ΤΥΔΕ), ο οποίος τομέας διέπεται από τις καταστατικές διατάξεις του ενταχθέντος ΤΥΔΕ. Στον τομέα υγείας μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ενταχθέντος ΤΥΔΕ ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο ασφάλισης τους
               Κατ άρθρο 30 του ως άνω νόμου (αριθμ. 11) το ΔΣ του ΕΤΑΑ αποφασίζει, μεταξύ άλλων, για κάθε θέμα σχετικά με τη δικαστική επιδίωξη οποιασδήποτε αξίωσης υπέρ ή κατά του Ενιαίου Ταμείου σε κάθε δικαστήριο. 
               Κατ άρθρο 31 του άνω νόμου η διοικούσα επιτροπή νομικών, στην οποία υπάγονται μεταξύ άλλων και ο τομέας υγείας δικηγόρων επαρχιών (άρθρο 29 Β3 του ως άνω νόμου), έχει ως αρμοδιότητα μεταξύ άλλων την εισήγηση και υποβολή προτάσεων στο ΔΣ του ΕΤΑΑ για όλα τα θέματα που αφορούν στη διαχείριση της περιουσίας του, την αξιοποίηση των κεφαλαίων και της περιουσίας του καθώς και για κάθε θέμα που αφορά τα έσοδα του τομέα υγείας.
               Περαιτέρω, το άρθρο 38 του ως άνω νόμου ορίζει ότι το Ενιαίο Ταμείο διαμέσου των Τομέων του αποτελεί ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΔΙΑΔΟΧΟ των εντασσόμενων Ταμείων και κλάδων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών (παρ. 1), ότι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων Ταμείων και Κλάδων συνεχίζονται από το Ενιαίο Ταμείο χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης και ότι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι των αντίστοιχων Τομέων του Ενιαίου Ταμείου (Ίδ. ΣτΕ 2739/2009, 2713/2009, 2760/2009 κλπ.). 
2.            Κατά ταύτα, με βάση το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, όπως  ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε από τη νομολογία, εφόσον το νεοσυσταθέν ΕΤΑΑ, ως καθολικός διάδοχος των εντασσομένων σ’ αυτό Ταμείων, μεταξύ των οποίων και το ΤΥΔΕ, υπεισέρχεται στη θέση αυτών στις εκκρεμείς δίκες και μάλιστα χωρίς να απαιτείται διακοπή αυτών, συνάγεται κατά νομική αναγκαιότητα ότι το ΕΤΑΑ είναι ο μόνος φορέας που νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει οποιαδήποτε αξίωση του ΤΥΔΕ,  που εντάχθηκε σ’ αυτό, έναντι οποιουδήποτε τρίτου και του Ελληνικού Δημοσίου.
 
Β)    ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ
1.       Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 90-94 του Ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού» ορίζονται τα εξής:

«Άρθρο 90

               1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής.

               2. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ` αυτά χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρίο έτη, από της καταβολής. Για τα τελωνειακά έσοδα ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 1165/1918 του Τελωνειακού Κώδικα, άπως ισχύει. Οι

διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και επί ποσών που εισπράττονται από το Δημόσιο για λογαριασμό τρίτων.

               3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία αυτό της γενέσεώς της.

               (Με την υπ’ αριθμ. 32/2008 απόφαση του ΑΕΔ, που έκρινε επί αντιφατι-

               κών αποφάσεων της ΟλΑΠ και της ΟλΣτΕ σχετικά με  την ερμηνεία του

                90 παρ.3 (που δεν αφορά την προκείμενη υπόθεση) και 91  εδ. α του

               άνω νόμου άρθρου αυτού ως προς το χρόνο  έναρξης της παραγραφής

               κατά του Δημοσίου, η παραγραφή άρχεται από του χρόνου κατά τον ο-

               ποίο γεννήθηκε η αντίστοιχη αξίωση) .

4. Η παραγραφή του καθόλου δικαιώματος των περιπτώσεων της παραγράφου 3 του παρόντος είναι δέκα ετών.

5. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων αυτών από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι δύο ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα. Οι εντελλάμενες δεδουλευμένες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα κατά την εκτέλεση, το πρώτο πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού συντάξεως ή βοηθήματος παραγράφονται σε δύο χρόνια, που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία εκδόσεως της σχετικής πράξεως ή αποφάσεως.

6. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή για την οποίο έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε παραγραφή πέντε ετών, που αρχίζει από την αναγνώριση ή την τελεσιδικία ή την έκδοση του τίτλου πληρωμής, αντίστοιχα.

Άρθρο 91

`Έναρξη παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου

               Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Προκειμένου όμως περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από της βεβαίωσης αυτών.

*** Για την ερμηνεία του α` εδαφίου του άρθρου αυτού βλ. την 32/2008 ΑΕΔ.

Άρθρο 92

Αναστολή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου

 Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των όρθρων 257 έως 259 του

Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικό στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά ταυ Δημοσίου. Η παραγραφή απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίος έχει εμποδισθεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής-

Άρθρο 93

Διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου

               Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο:

α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών.

β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή.

γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου απο τη χρονολογία που φέρει η έγκριση ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή.

δ) Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται.

ε) Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή.

στ) Με την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Άρθρο 94
Συνέπειες παραγραφής απαιτήσεων
κατά του Δημοσίου
               Η παραγραφείσα απαίτηση κατά του Δημοσίου δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό. Κάθε ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο μετά την παραγραφή της απαιτήσεως κατ` αυτού, έστω κατ αν γνώρισε την παραγραφή, δικαιούται να το αναζητήσει. Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση απ` αυτό της παραγεγραμμένης απαιτήσεως είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια».
 
2.            Με βάση το παραπάνω νομικό πλαίσιο, τυχόν αξιώσεις του ΕΤΑΑ κατά του Ελληνικού Δημοσίου για οφειλές του έναντι των Ταμείων που αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ των οποίων και το ΤΥΔΕ, παραγράφονται μετά πενταετία από του τέλους του έτους κατά το οποίο γεννήθηκαν και μπορούσαν να ασκηθούν δικαστικώς
               (με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 91 του άνω ν. 2362/1995).
Οποιαδήποτε δε γεγονότα ή νόμιμες ενέργειες του ΤΥΔΕ, που έχουν μεσολαβήσει και επιφέρουν διακοπή της παραγραφής (οπότε αρχίζει η διαδρομή νέου χρόνου παραγραφής), ή αναστολή αυτής, πρέπει να περιληφθούν στην αγωγή, διότι η παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από τα δικαστήρια.
 
Γ)          ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 
      ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΕΙΟΥ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ
1.            Από τις διατάξεις των αρθρ. 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με κύρωση το απαράδεκτο, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα αρθρ. 117 και 118 του ίδιου Κώδικα, και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Καθιερώνεται, έτσι, ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής η ιστορική βάση, ήτοι η ευκρινής έκθεση όλων των αναγκαίων πραγματικών γεγονότων του αξιουμένου δικαιώματος.         
Δηλαδή από την ως άνω διάταξη προκύπτουν δύο υποχρεώσεις του ενάγοντα ως προς το ιστορικό περιεχόμενο της αγωγής:
(α)           η έκθεση με πληρότητα όλων των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή και που πληρούν τα απαιτούμενα απο το πραγματικό του (έστω και σιωπηρά) επικαλούμενου κανόνα δικαίου, του οποίου οι έννομες συνέπειες ζητείται. Δηλαδή απαιτείται έκθεση των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων, η έλλειψη της οποίας καθιστά την αγωγή νομικά αόριστη.
(β)           η σαφήνεια των γεγονότων, δηλαδή η έκθεση των ουσιωδών γεγονότων με σαφή τρόπο, εν ελλείψει της οποίας (σαφήνειας) η αγωγή καθίσταται πραγματικά αόριστη.      
               Ήδη, μετά τις τροποποιήσεις με το νόμο 3934/2011 των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ (που οπωσδήποτε θα τύχουν νομολογιακής επεξεργασίας και ερμηνείας) επήλθαν οι εξής μεταβολές:
(i)            κατά το 224 ΚΠολΔ η συμπλήρωση, διευκρίνιση ή διόρθωση των ισχυρισμών του ενάγοντος (πάντοτε δίχως μεταβολή της αγωγικής βάσης) μπορεί να γίνει πλέον και με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά,
(ii)           κατά δε το άρθρο 236 ΚΠολΔ ο δικαστής κατά τα καθήκοντά του που διαγράφονται σε αυτό, πρέπει να μεριμνήσει ώστε οι διάδικοι «να συμπληρώνουν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν «ελλιπώς και αορίστως» με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, δηλαδή αυτό το «ελλειπώς και αορίστως» εμπίπτει στην πραγματική αοριστία της αγωγής
               Εκ του συνδυασμού των ως άνω τροποποιηθεισών διατάξεων προκύπτει ότι κατά το 224 ΚΠολΔ απαιτείται όπως το ουσιώδες γεγονός έχει ήδη εκτεθεί στην αγωγή και εν συνεχεία συμπληρωθεί, διορθωθεί η διευκρινισθεί κατά τα προλεχθέντα. Δηλαδή θεραπεύεται η ασάφεια ενός ισχυρισμού 
(πραγματική αοριστία της αγωγής) και όχι η έλλειψη ενός ουσιώδως γεγονότος (δηλ. η νομική αοριστία). 
Το ίδιο δε ισχύει και κατά το τροποποιηθέν 236 ΚΠολΔ, κατά το οποίο προβλέπεται και προφορική θεραπεία της πραγματικής και όχι της νομικής αοριστίας (βλ. και μελέτη Ι.Γρύλλη, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ)
2.            Ενόψει των προεκτεθέντων (και αδιαφόρως της δυνατότητας συμπλήρωσης της πραγματικής αοριστίας της αγωγής) η ασκηθησόμενη αγωγή περί καταβολής των οφειλομένων εκ μέρους του Δημοσίου κονδυλίων προς το ΕΤΑΑ, ως καθολικού διαδόχου του ΤΥΔΕ, φρονούμε ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει έκθεση όλων των ουσιωδών γεγονότων που τη θεμελιώνουν με πληρότητα και σαφήνεια, τυχόν δε ασάφεια θα μπορεί ως πραγματική αοριστία να θεραπευτεί ως τη συζήτησή της, όπως το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τυχόν ελλιπείς αγωγικούς ισχυρισμούς
               Δηλαδή κατά την άποψή μας πρέπει στην αγωγή να διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:
α)            Η θεσπισθείσα κατά νόμο υποχρέωση του Δημοσίου για συμμετοχή στην ασφάλιση ασθένειας – μητρότητας των αυτοαπασχολούμενων ασφαλισμένων στο ΤΥΔΕ και η αναλογούσα κατανομή-συμμετοχή του στις νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές αυτών, δηλαδή το αναλογούν νόμιμο ποσοστό συμμετοχής του και το αντιστοιχούν ποσό που οφείλει το Ελληνικό Δημόσιο, ως συνεισφορά στην ασφάλιση κατ’ ασφαλισμένο (όχι ονομαστικά, αλλά κατά κατηγορία, αναλόγως των ετών άσκησης του επαγγέλματος), κατ έτος αλλά και συνολικά για όλα τα αγωγικά έτη, καθώς και οι διατάξεις από τις οποίες απορρέει η υποχρέωσή του αυτή (άρθρο 35  και 22 ν. 2084/1992, οι σχετικές δ/ξεις του ν. 4507/1966 περί ίδρυσης του ΤΥΔΕ και οι λοιπές νομοθετικές δ/ξεις ή οι νόμιμα ληφθείσες αποφάσεις των οργάνων του ΤΥΔΕ περί των εισφορών, των ασφαλισμένων του, του ύψους αυτών κλπ – βλ. και σχετική ΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών-Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων οικ Φ2/16/2517/475/2003 ΦΕΚ Β 273/2003 «περί απόδοσης στους φορείς κοιν. ασφάλισης του Κράτους εισερχομένων μετά την 1.1.1993») καθώς και την .
β)            Ο αριθμός των ασφαλισμένων του ΤΥΔΕ κατ’ έτος και το ποσό εισφορών αυτών (όπως τούτο νόμιμα εκάστοτε προσδιορίζεται).  Δεδομένου ότι το ύψος των εισφορών μεταβάλλεται ανάλογα με τα έτη άσκησης του επαγγέλματος των ασφαλισμένων (π.χ. άνω της πενταετίας και κάτω της πενταετίας) 
               – γεγονός που καθιστά μεταβλητό τον αριθμό και τα οφειλόμενα 
               κατ’ άτομο κονδύλια, όχι μόνο κατ’ έτος, αλλά και εντός του ιδί-
               ου έτους -  
θα πρέπει, να εξειδικεύονται οι συνολικές εισφορές του ΤΥΔΕ κατ’ αριθμό ασφαλισμένων, κατά κατηγορία αυτών, (δηλαδή αναλόγως των χρόνων άσκησης του επαγγέλματος), κατά ποσό εισφορών που αντιστοιχεί σε κάθε κατηγορία και ΣΥΝΟΛΙΚΑ κατά ποσό εισφορών κατ έτος. 
γ)            Οι γενόμενες αναλυτικά υπό του Δημοσίου καταβολές της άνω χρηματικής υποχρέωσής του, οι χρόνοι (μερικών ή ολικών κατ έτος) καταβολών και ο προκύπτων καταλογισμός αυτών (δηλ. σε ποίων ετών εισφορές έγινε ο καταλογισμός των καταβολών) με βάση τις οικείες πράξεις καταβολής (ή οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο και νόμιμο αποδεικτικό μέσον).
δ)            Ο χρόνος από τον οποίο διακόπηκε η καταβολή των οφειλομένων εισφορών, ώστε να μπορεί να προσδιορισθεί, αν οι τυχόν ασκούμενες αξιώσεις έχουν υποπέσει ή όχι σε παραγραφή.
ε)            Τυχόν γεγονότα ή ενέργειες του ΤΥΔΕ (όπως αιτήσεις προς το Δημόσιο για πληρωμή-καταβολή της άνω υποχρέωσής του, απαντήσεις του Δημοσίου κλπ) που να συγκροτούν νόμιμο έρεισμα διακοπής της παραγραφής, προκειμένου περί αξιώσεων που ασκούνται για διάστημα πέραν της πενταετίας, ή αναστολή αυτής  /όπως τυχόν θετικές απαντήσεις  και χρόνος αυτών, που παρεμπόδιζαν την άσκηση αγωγής κλπ/ (βλ. περί των δ και ε παραπάνω στο κεφάλαιο περί παραγραφής).
Λάρισα 4.10.2011
Μιχάλης Παπαγεωργίου                                                     Βασίλειος Δημηνίκος