Είστε εδώ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Προτάσεις επί του σχεδίου νόμου “Για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής” )

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

           

                                                                                                            Αθήνα 6-2-2012

 

 

 

 

Προς α) Αρμόδια Επιτροπη Βουλής.

           β) τους κκ Βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων

 

 

 

Επί του σχεδίου νόμου “Για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής” έχουμε την τιμή να Σας εκθέσουμε τις απόψεις μας.

 

I) ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ

1. Το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου, σύμφωνα με τον τίτλο του αφορά το δικαίωμα σε “δίκαιη και ταχεία δίκη”. Το δικαίωμα στην “ταχεία” δίκη απορρέει από τα άρθρα 6 παρ 1, 13 της Ε.Σ.Δ.Α (ν.δ 53/74), το άρθρο 14 παρ 1 Δ.Σ.Α.Π.Δ (ν. 2462/97), το άρθρο 47 εδ  β του Χ.Θ.Δ της Ε.Ε (2007/C 303/01, ν. 3671/2008) και τα άρθρα 20 παρ 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό είναι κλασσικό ατομικό δικαίωμα όλων των πολιτών έναντι του Κράτους και όχι δικαίωμα του Κράτους (κρατικό προνόμιο) έναντι των πολιτών ή προνόμιο μόνο των οικονομικά ισχυρών (π.χ “στρατηγικών επενδυτών”). Συνεπώς το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου ή το οικονομικό συμφέρον των δανειστών της χώρας δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή “ταχείας” δίκης μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων (χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές κλπ) επί των οποίων το Κράτος θεμελιώνει “απλή προσδοκία είσπραξης” ή όταν θίγονται τα συμφέροντα οικονομικά ισχυρών (“στρατηγικών επενδυτών”). Η ταχεία δίκη είναι “οδός ταχείας κυκλοφορίας διπλής κατεύθυνσης” με “σήμανση” το Σύνταγμα, τον Χ.Θ.Δ της Ε.Ε, την Ε.Σ.Δ.Α και τον Δ.Σ.Α.Π.Δ και όχι “ μονόδρομος - υποχρεωτικής μόνης κατεύθυνσης” με “σήμανση” το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου ή των δανειστών της χώρας.

2. Το δικαίωμα στην “ταχεία δίκη” (= δικαίωμα στην έγκαιρη και επίκαιρη παροχή δικαστικής προστασίας) αποτελεί ειδικότερη έκφανση και εκδήλωση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, πρόσβασης σε Δικαστήριο και άσκησης αποτελεσματικής “προσφυγής” (= άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων). Συνεπώς δεν νοείται περιορισμός ή στέρηση  ή φαλκίδευση των δικαιωμάτων αυτών, προκειμένου να συντομευθεί ο χρόνος διάρκειας της δίκης. Στο “βωμό” της “ταχείας” δίκης δεν επιτρέπεται να “θυσιαστεί” η “δίκαιη” δίκη.

3. Είμαστε αντίθετοι στις παρακάτω ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου (που αποτυπώνουν τη “φιλοσοφία” του και προσδίδουν το “στίγμα” του) διότι είναι αντίθετες με τις αρχές της δίκαιης δίκης και της αποτελεσματικής προστασίας των διαδικαστικών και ουσιαστικών ατομικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και του Κράτους Δικαίου και, συνακόλουθα, διότι ο τίτλος του σχεδίου νόμου έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των ρυθμίσεων αυτών.

 

  1. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟ ΨΗΦΙΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ

Α. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

4. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 (ΤΟΚΟΣ ΕΠΙΔΙΚΙΑΣ)

  Είμαστε αντίθετοι με τις ρυθμίσεις αυτές διότι:

α) Με αυτές επιδιώκεται η αποτροπή άσκησης των δικαιωμάτων δικαστικής άμυνας ή ένδικων βοηθημάτων και μέσων εκ μέρους του οφειλέτη χρηματικής οφειλής, ήτοι η αποτροπή άσκησης δικαιωμάτων που είναι κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα (άρθρ 20 παρ 1, 25 παρ 1), την ΕΣΔΑ(αρθ. 6 παρ 1 και 13), το ΔΣΑΠΔ (αρθρ 2 παρ 3 α,β και 14 παρ1) και του Χ.Θ.Δ της Ε.Ε (άρθρο 47). Με άλλα λόγια πρόκειται για μια αστικής φύσης “ποινή” που επιδιώκει την αποτροπή άσκησης του θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος δικαστικής άμυνας και πρόσβασης σε δικαστήριο του οφειλέτη χρηματικής οφειλής, χωρίς να συνδέεται (η κύρωση) με την τυχόν στρεψόδικη, παρελκυστική και καταχρηστική άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων.

β) Ο δανειστής δύναται να ασκεί ακώλυτα το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο χωρίς συνέπειες, ενώ ο οφειλέτης αντίδικός του, “απειλείται” με αστικές “κυρώσεις” για την άσκηση του ίδιου δικαιώματος. Η ανισότητα των διαδίκων και η ανισότητα όπλων είναι προφανής.

γ) Δεν τίθεται “όριο” (“πλαφόν”) στο ύψος της κύρωσης, η οποία έτσι δύναται να ανέλθει σε δυσθεώρητο ύψος, γεγονός που αποτρέπει την άσκηση των ανωτέρω ατομικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων και αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

δ) Η εν λόγω ρύθμιση είναι περιττή, διότι για την  αποτροπή άσκησης στρεψόδικων και παρελκυστικών ένδικων βοηθημάτων, μέσων ή διαδικαστικών ενεργειών και τακτικών υπάρχουν και αρκούν οι “ποινές τάξεως” του ΚΠολΔ.

ε) Συνεπώς η ρύθμιση αυτή αντίκειται στα άρθρα 4 παρ 1, 20 παρ 1 του Συντ, 6 παρ 1,13,14 της ΕΣΔΑ, 2 παρ 3α, β 14 παρ 1 και 26 του Δ.Σ.Α.Π.Δ, 20, 21, 47 του Χ.Θ.Δ της Ε.Ε και στην Συνταγματική, Ενωσιακή  και ενυπάρχουσα και στην Ε.Σ.Δ.Α αρχή της αναλογικότητας.

στ) ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ στη θέσπιση της καταβολής δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές, ρύθμιση την οποία χαρακτηρίσαμε εξαρχής ως έχουσα καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα, που κινείται μάλιστα στα όρια της συνταγματικότητας καθώς αποκλείει τους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες από τη δικαστική προστασία. Η εν λόγω ρύθμιση – η οποία επιβλήθηκε με τον Ν 3994/2011- απότοκος πανικού και αγωνιώδους προσπάθειας εξεύρεσης λύσεων στο οικονομικό αδιέξοδο που έχει περιέλθει εσχάτως η χώρα - οδηγεί σε αδικαιολόγητη αύξηση των δικαστικών εξόδων, ακόμα και σε  περιπτώσεις στις οποίες η άσκηση μίας απλής αναγνωριστικής   αγωγής είναι αναγκαία απλώς και μόνο προκειμένου να εμποδιστεί η παραγραφή του δικαιώματος ή να αρθεί η τυχόν υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του. Σημειωτέον ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση με πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου [675/2010]  στην οποία αναγνωρίζεται ότι το εν λόγω δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας «ικανοποιητικά προστατεύεται με την ασκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής και παράλληλα αποτελεί δαπάνη που περιλαμβάνεται στα επιδικαζόμενα στο νικώντα διάδικο δικαστικά έξοδα»

 

 

5. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 12 (ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ)

Είμαστε αντίθετοι με τις ρυθμίσεις αυτές διότι:

α) Αντίκεινται στην Συνταγματική, Ενωσιακή και ενυπάρχουσα στην ΕΣΔΑ αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, σκοπός των παραβόλων αυτών είναι δήθεν η αποτροπή καταχρηστικής ασκήσεως προπετών, στρεψόδικων και παρελκυστικών ένδικων μέσων. Για το σκοπό όμως αυτό υπάρχουν ήδη οι “ποινές τάξεως” του ΚΠολΔ, όπως προαναφέρθηκε.

β) Η κατάπτωση των παραβόλων αυτών συνδέεται μόνο με το αποτέλεσμα της έκβασης της δίκης και όχι με το αν τα ένδικα μέσα ασκήθηκαν καταχρηστικά, γεγονός που αποδεικνύει ότι πρόκειται για αμιγώς εισπρακτικό μέτρο, που δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ορθή και εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης (παράβαση της αρχής της αναλογικότητας).

γ) Τα ανωτέρω, αμιγώς εισπρακτικά, μέτρα, πλήττουν τους οικονομικά ασθενέστερους διαδίκους κατά παράβαση και της αρχής της μη διάκρισης με βάση το εισόδημα, σε ότι αφορά την πρόσβαση σε δικαστήριο. Υπό τις παρούσες συνθήκες οικονομικής ύφεσης και οικονομικής κρίσης και της “φτωχοποίησης” του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού λαού, “παράβολα” ύψους 200, 300, 400 ευρώ, ισοδυναμούν με στέρηση, περιορισμό, φαλκίδευση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και απομειώνουν, δραματικά, το ήδη “κουρεμένο” εισόδημα των πολιτών και θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο το επίπεδο διαβίωσης αυτών (αφού αντιστοιχούν, ενίοτε, στο ½ ή και σε ολόκληρο το μηνιαίο εισόδημα αυτών).

Β. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

6. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24 ΠΑΡ.1 (ΜΗ ΚΛΗΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΗ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ ΚΑΤΑΔΙΚΟΥ)

Δεν συμφωνούμε με την εν λόγω ρύθμιση διότι η μη αυτοπρόσωπη ακρόαση του καταδίκου στην περίπτωση της απόλυσης υπό όρο, αντίκειται στο δικαίωμα αυτοπρόσωπης υπεράσπισης (αρθ 6 παρ 3 περιπ γ της ΕΣΔΑ) λαμβανομένου υπόψη ότι α:) η απόλυση υπό όρο αποτελεί δικαίωμα παρεχόμενο από το νόμο β) σύμφωνα με το άρθρο 106 Π.Κ η διαγωγή και η εν γένει προσωπικότητα του καταδίκου επηρεάζει την υπό όρο απόλυση και γ) το δικαίωμα της  αυτοπρόσωπης εμφάνισης είχε αναγνωρισθεί και από την προϊσχύουσα ρύθμιση λόγω  της σπουδαιότητάς της, και, ως εκ τούτου, αποτελεί πλέον “θεσμικό κεκτημένο” ,μη δυνάμενο να περιορισθεί χωρίς τη συνδρομή επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος.

7.  ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 25 ΠΑΡ. 1 (ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΠΟΣΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΥΤΗ)

Σε ότι αφορά τη ρύθμιση αυτή επισημαίνουμε ότι δεν είναι νοητό να τίθεται όριο για τον χαρακτηρισμό πράξεων βαρύτατης δικαιοπολιτικής και συνταγματικής απαξίας (πχ δωροδοκία βουλευτή ή δικαστή) το ποσό των 120.000 ευρώ και ταυτόχρονα να χαρακτηρίζεται κακουργηματική, πράξη ήσσονος απαξίας με βάση μικρότερα χρηματικά όρια (κακουργηματική μη απόδοση Φ.Π.Α άνω των 75.00 ευρώ).

8. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 26 ΠΑΡ. 2 ΚΑΙ 3 (ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΚΡΙΝΕΙ ΤΟ ΒΑΣΙΜΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΑΥΤΩΝ)

Διαφωνούμε απόλυτα με τη ρύθμιση αυτή διότι αντίκειται κατάφωρα στη αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας του δικαστή που απορρέει από τα άρθρα 20 παρ 1 του Συντ, 6 παρ 1 της Ε.Σ.Δ.Α, 14 παρ 1 Δ.Σ.Α.Π.Δ και  47 του Χ.Θ.Δ της Ε.Ε και απηχεί τον πανάρχαιο δικαιϊκό κανόνα “NEMO ESSE JUDEX IN PROPRIAM CAUSA  (ουδείς είναι δικαστής σε υπόθεση που τον αφορά = ουδείς δύναται να είναι κριτής = δικαστής των ιδίων αυτού πράξεων ή παραλείψεων)

9. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 27 (ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΣΤΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ)

Είμαστε αντίθετοι με τη ρύθμιση αυτή διότι: α) θα οδηγήσει στην αβασάνιστη εισαγωγή υποθέσεων στο ακροατήριο, ιδίως αν ψηφισθεί και η ρύθμιση του άρθρου 28 παρ 4 του σχεδίου νόμου (ένορκες βεβαιώσεις στην ποινική προδικασία), με αποτέλεσμα την  άσκοπη επιβάρυνση των πινακίων, την άσκοπη ταλαιπωρία των αθώων κατηγορουμένων και την μη δικαίωση των θυμάτων των εγκληματικών πράξεων,λόγω των εισαγόμενων στο ακροατήριο “χαλαρών” κατηγοριών.

β) Η προκαταρκτική εξέταση προστατεύει αφενός μεν τον  αθώο κατηγορούμενο από αστήρικτες ή προδήλως αβάσιμες κατηγορίες σε βάρος του, αφετέρου δε την ποινική αξίωση της πολιτείας και τα θύματα εγκληματικής πράξεως διότι στην πρώτη περίπτωση ο κατηγορούμενος δύναται να “καταρρίψει” την σε βάρος του άδικη κατηγορία και να αποφύγει την “βάσανο” του ακροατηρίου και στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στην διώκουσα Αρχή και στο θύμα της εγκληματικής πράξης να “δέσουν” την κατηγορία ώστε να αντέξει στη “βάσανο” του ακροατηρίου. Ταυτόχρονα από τη μία πλευρά απαλλάσσονται οι δικαστές από άσκοπο φόρτο και από την άλλη πλευρά διευκολύνονται σημαντικά στο έργο τους και ειδικότερα στην εκτίμηση και αξιολόγηση των εισφερθέντων κατά τη προδικασία ώριμων στοιχείων της ποινικής δικογραφίας.

10. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 28 ΠΑΡ 1, 2, 3, 4 (ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΛΗΣΗ)

α) Με τις διατάξεις του άρθρου 28 του σχεδίου νόμου επιβάλλεται υποχρέωση καταβολής παραβόλου εγκλήσεως 100 ευρώ επί ποινή απαράδεκτου της εγκλήσεως, επιτρέπεται η υποβολή ένορκων βεβαιώσεων μαρτύρων κατηγορίας, προβλέπεται “συνοπτική” αιτιολογία της εισαγγελικής διάταξης που απορρίπτει την έγκληση και μη κοινοποίηση αυτής στον εγκαλούντα και τίθεται τρίμηνη “καταχρηστική” προθεσμία για άσκηση προσφυγής στον Εισαγγελέα Εφετών και προβλέπεται, επί ποινή απαραδέκτου, και υποχρέωση καταβολής παραβόλου 300 ευρώ.

β) Είμαστε αντίθετοι με τις ρυθμίσεις αυτές για τους παρακάτω λόγους:

αα) Τα ανωτέρω “παράβολα” των 100 και 300 ευρώ καταχρηστικά και κατ΄ ευφημισμό τιτλοφορούνται έτσι, διότι δεν προβλέπεται η επιστροφή τους σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής και, ως εκ τούτου, δεν έχουν σκοπό την αποτροπή τυχόν στρεψόδικων, καταχρηστικών, προπετών ή προδήλως αβάσιμων προσφυγών, αλλά έχουν αμιγώς ταμειακό / εισπρακτικό σκοπό. Συνεπώς, πρόκειται για “κεφαλικό” φόρο, επιβαλλόμενο όχι στο εισόδημα ή στην περιουσία αλλά σε βάρος των θυμάτων εγκληματικής πράξης και ασυνδέτως προς την φοροδοτική ικανότητα αυτών. Σημειωτέο ότι τα ανωτέρω “παράβολα” δεν αποτελούν “τέλος” αφού δεν έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα (η παροχή δικαστικής προστασίας αποτελεί θεμελιώδη κρατική αποστολή και όχι ειδική “αντιπαροχή” έναντι “ανταλλάγματος”). Περαιτέρω τα ανωτέρω “παράβολα” δεν αποτελούν “έξοδα διαδικασίας”, διότι δεν συνδέονται με το κόστος της τυχόν δικαστικής δαπάνης. Πρόκειται αναμφίβολα για “κεφαλικό”  φόρο που επιβάλλεται κατά παράβαση και των άρθρων 4 παρ 1, 5 και 78 παρ.1 του Συντάγματος. Κατά τα λοιπά αναφερόμαστε στην παράγραφο 5 γ της παρούσας.

ββ) Η μη κοινοποίηση στον εγκαλούντα της απορριπτικής της εγκλήσεως εισαγγελικής διάταξης και η θέσπιση “καταχρηστικής” τρίμηνης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατ΄ αυτής, στερεί από το θύμα της εγκληματικής πράξης το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, προκειμένου να εισάγει σ΄ αυτό, το παρεχόμενο από το νόμο, αστικής φύσεως δικαίωμα σε  αποζημίωση  και χρηματική ικανοποίηση (πολιτική αγωγή).

γγ) Η “συνοπτική” αιτιολογία της εισαγγελική διάταξης φαλκιδεύει το δικαίωμα του εγκαλούντα στην άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής με την οποία να πλήττει τις “συνοπτικές” αιτιολογίες   της εισαγγελικής διατάξεως.

δδ) Η εισαγωγή “ενόρκων βεβαιώσεων” μαρτύρων κατηγορίας, αν συνδυασθεί με την τυχόν απευθείας κλήση στο ακροατήριο και με την κατάργηση της προκαταρκτικής εξέτασης ,θα προκαλέσει άσκοπη επιβάρυνση των ακροατηρίων με όλες  τις προαναφερθείσες συνέπειες (βλ παρ 9 της παρούσας). Περαιτέρω, σε περίπτωση απουσίας των μαρτύρων αυτών ο κατηγορούμενος στερείται του δικαιώματος να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας (άρθρο 6 παρ 3 περ δ της ΕΣΔΑ και αρθ 14 παρ 3 περ ε του ΔΣΑΠΔ). Τέλος παραβιάζεται σε βάρος του κατηγορούμενου η αρχή ισότητας των όπλων και των διαδίκων, αφού το ανωτέρω “δικαίωμα ποινικής απόδειξης” με ένορκες βεβαιώσεις παρέχεται μόνο στον  μηνυτή / εγκαλούντα και όχι στον κατηγορούμενο.

εε) Συνεπώς οι ανωτέρω ρυθμίσεις αντίκειται στο Σύνταγμα (αρθρ 4 παρ 1, 5, 20 παρ 1, 25 παρ. 1, 78 παρ 1 πρβλ και άρθρο 93 παρ 3 εδαφ α σε συνδυασμό με το άρθρο 139 ΚΠΔ, από το οποίο εισάγεται αδικαιολόγητη εξαίρεση σε ότι αφορά την “συνοπτική” αιτιολογία της εισαγγελικής διάταξης) στην Ε.Σ.Δ.Α (αρθρ 6 παρ 1, 3 περιπ δ, 13, 14) στο ΔΣΑΠΔ (αρθρ 14 παρ 1, 3 περ ε  και 26) και στο  Χ.Θ.Δ της Ε.Ε

 

11.ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29 (ΜΟΝΟΜΕΛΗ ΕΦΕΤΕΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ)

Εκφράζουμε την απόλυτη αντίθεση μας στην σύσταση και λειτουργία Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων, για τους  παρακάτω λόγους:

α) Αποτελεί πάγιο και διαχρονικό κανόνα ότι υποθέσεις μείζονος σημασίας και σπουδαιότητας εκδικάζονται από πολυμελείς συνθέσεις, ιδίως όταν διακύβευμα της δίκης είναι η προσωπική ελευθέρια. Και τούτο διότι η πολυμελής σύνθεση αποτελεί εγγύηση ορθής απονομής της δικαιοσύνης και διασφάλισης της λειτουργικής ανεξαρτησίας (εσωτερικής και εξωτερικής) του δικαστή. Αντίθετα, από μονομελείς συνθέσεις εκδικάζονται είτε υποθέσεις ήσσονος σημασίας είτε υποθέσεις από τη φύση τους αμέσως εκδικαστέες. Η εκδίκαση όμως κακουργηματικής πράξης, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αφορά ήσσονος σημασίας αδίκημα ή ότι είναι από τη φύση της αμέσως εκδικαστέα.

β) Ο συνταγματικός νομοθέτης (αρθ 97 Συντ) θέτει τον κανόνα ότι τα κακουργήματα εκδικάζονται από τα ΜΟΔ δηλ από πολυμελή δικαστήρια. Κατ΄ εξαίρεση δύναται ορισμένα κακουργήματα να εκδικάζονται από τα Εφετεία, που είχε υπόψη του ο Συνταγματικός νομοθέτης,  δηλ με πολυμελή σύνθεση και όχι μονομελή

γ) Συνεπώς, η σύσταση και λειτουργεία Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων αφενός μεν απομειώνει τη δικαιοκρατική εγγύηση  για την δίκαιη δίκη και αφετέρου δεν συνάδει με το πνεύμα και τη βούληση του Συνταγματικού νομοθέτη.

 

12. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 30 ΠΑΡ 4,5 (ΔΙΚΑΙΩΜΑ “ΑΡΝΗΣΙΚΥΡΙΑΣ” (VETO) ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΠΙ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗΣ ΑΣΤΗΡΙΚΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΑΚΡΙΤΗ)

Διαφωνούμε με τις παραπάνω ρυθμίσεις διότι:

α) Ο περιορισμός της εξουσίας του ανακριτή να επαναλάβει ανακριτική πράξη αν έχει προηγηθεί προανακριτική ή προκαταρκτική εξέταση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα αντίκειται στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης μεταξύ της διωκτικής (εισαγγελικής) Αρχής και της δικαστικής Αρχής και “καθιδρύει” ανεπίτρεπτα δικαίωμα “αρνησικυρίας” (veto) του εισαγγελέα επί της εξουσίας του ανακριτή.

β) Ο περιορισμός της εξουσίας του ανακριτή να “συρρικνώσει” μια κατηγορία που δεν στηρίζεται σε αποδεικτικό υλικό, είναι  αδικαιολόγητος και θα επιφέρει άσκοπη επιβάρυνση των πινακίων των ακροατηρίων και άσκοπη ταλαιπωρία αθώων κατηγορουμένων.

 

13. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 31 ΠΑΡ 1, 2 (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ)

Διαφωνούμε με τις παραπάνω ρυθμίσεις για τους εξής λόγους:

α) Η προσωρινή κράτηση αποτελεί “προκαταβολή ποινής χωρίς δίκη” και ως εκ τούτου πρέπει να διατάσσεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τέτοια εξαιρετική περίπτωση δεν αποτελούν οι πλημμεληματικές πράξεις.

β) Η επιβολή προσωρινής κράτησης επί πλημμεληματικών πράξεων, χωρίς εγγυήσεις αποτροπής καταχρήσεων, εγκυμονεί τον κίνδυνο στέρησης της προσωπικής ελευθερίας  των πολιτών ακόμη και επί ήσσονος απαξίας πράξεων.

γ) Η υποχρεωτική έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης του κατηγορούμενου εκ μέρους του ανακριτή, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αυτού και του εισαγγελέα, μέχρι να αποφανθεί το αρμόδιο Συμβούλιο επί της διαφωνίας αυτής, ακόμη και αν διαφωνεί (ο ανακριτής) με την εκδοσή του, αντίκειται στο τεκμήριο αθωότητας (αρθ 6 παρ 2 ΕΣΔΑ, αρθ 14 παρ 2 ΔΣΑΠΔ, αρθ 48 παρ. 1 ΧΘΔ της ΕΕ), πλήττει την λειτουργική ανεξαρτησία του ανακριτή (δεν νοείται να επιβάλλεται προκαταβολή ποινής χωρίς τη βούληση του δικαστή) και δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αλλά, κατά την άποψή μας, γίνεται για επικοινωνιακούς λόγους. Ο τυχόν μικρός χρόνος της προσωρινής κράτησης (που δεν είναι βέβαιη η διάρκειά του) δεν θεραπεύει τις ανωτέρω παραβάσεις.

 

14. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 32 (ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ)

Είμαστε αντίθετοι με την κατάργηση της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορούμενου ενώπιον των Συμβουλίων για τους λόγους που αναφέρονται στην  παρ 6 της παρούσας.

 

 

 

15. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33 ΠΑΡ 3, 4, 5, 6, 10, 11, 12, 13 (ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ “ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ” 300 ΕΥΡΩ ΕΠΙ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΕΩΣ, ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΣΕ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΙΚΗΣ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ, ΑΝΑΒΟΛΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΑΥΞΗΣΗ ΟΡΙΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ)

Είμαστε αντίθετοι με τις παραπάνω ρυθμίσεις για τους εξής λόγους:

α) Σε ότι αφορά την υποχρέωση καταβολής παραβόλου 300 ευρώ για την άσκηση προσφυγής κατά απευθείας κλήσεως αναφερόμαστε αυτολεξεί στις παρ 5γ και  10, β, αα της παρούσας, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι το ανωτέρω “παράβολο”, ακόμη και ως μέτρο αποτροπής των τυχόν προπετών, παρελκυστικών ή καταχρηστικών προσφυγών, αντίκειται και στην αρχή της αναλογικότητας, διότι προς τούτο αρκούν οι διατάξεις των άρθρου 581επ. του ΚΠοινΔ 

β) υποχρεωτικός διορισμός δικηγόρου σε κακούργημα, χωρίς τη θέληση του κατηγορούμενου και εκδίκαση κακουργήματος χωρίς δικηγόρο δεν νοείται (αρθρ 6 παρ 1 και 3 περ γ της ΕΣΔΑ, αρθρ 14 παρ 3 περ δ ΔΣΑΠΔ, αρθ 47 ΧΘΔ της ΕΕ). Τυχόν καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών εκ μέρους του κατηγορούμενου (της καταχρηστικότητας νοούμενης ως αυτόνομης έννοιας του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ, του ΔΣΑΠΔ, και του πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου) αντιμετωπίζεται μόνο στα πλαίσια του άρθρου 25 παρ 3 του Συντ. από το Δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του και όχι “μηχανιστικά “ από τον νομοθέτη.

γ) Αν για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι αναγκαία τρίτη ή τέταρτη αναβολή της υποθέσεως και το δικαστήριο κρίνει με αιτιολογημένη απόφασή του ότι η αναβολή είναι αναγκαία, δεν δύναται να τεθεί περιορισμός σ΄ αυτή την λειτουργική αρμοδιότητα (δικαίωμα και καθήκον) του δικαστηρίου και στο αντίστοιχο υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορούμενου να υποβάλει τέτοιο αίτημα.

δ) Οι διατάξεις με τις οποίες υποχρεούται ο κατηγορούμενος να γνωστοποιήσει στον εισαγγελέα τυχόν υπάρχοντα λόγο αναβολής επί ποινή απαραδέκτου υποβολής του αιτήματος στο ακροατήριο καθώς και η λήψη απόφασης του Συμβουλίου, μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και χωρίς ακρόαση του κατηγορούμενου, είναι δυσλειτουργικές, μη εφαρμόσιμες και αντίκεινται στα αρθ 6 παρ 1, 3 της ΕΣΔΑ, στο άρθρο 14 παρ 1, 3 του ΔΣΑΠΔ, στο άρθρο 47 του ΧΘΔ της ΕΕ και στο αρθρ 20 παρ 1 και 25 παρ 1 του Συντάγματος. Δυσλειτουργική και δυσχερώς εφαρμόσιμη είναι και η διάταξη για αναβολή της υπόθεσης σε δικάσιμο που προεδρεύει ο ίδιος δικαστής που προήδρευσε του δικαστηρίου που χορήγησε την αναβολή.

ε) Τέλος η αύξηση των ορίων άσκησης έφεσης από τον κατηγορούμενο παραβιάζει το δικαίωμα σε διπλό ουσιαστικό βαθμό ποινικής δικαιοδοσίας (άρθρο 2 παρ 1 του 7ου πρωτ. της ΕΣΔΑ και άρθρο 14 παρ 5 του ΔΣΑΠΔ που κυρώθηκαν με τον ν. 1705/87 και 2462/97 αντίστοιχα και έχουν κατ΄ άρθρο 28 παρ 1 του Συντάγματος υπερνομο0θετική ισχύ. 

 

Γ. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

16. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 40 (ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΤΥΧΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ, ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΔΙΚΗΣ)

α) Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων έχει ήδη εκφράσει την αντίθεσή της στις ρυθμίσεις αυτές για τους λόγους που αναφέρονται στο κεφ II, Γ παρ 25, 27, 28, 29 της συννημένης στην παρούσα αποφάσεως/γνώμης στην οποία και εμμένουμε.

β) Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 40 του σχεδίου νόμου “ολοκληρώνεται” η “πρότυπη” δίκη και επιχειρείται περιορισμός των εγγυήσεων της  δίκαιης δίκης (δημοσιότητα, προηγούμενη ακρόαση, κατ΄ αντιμωλία διεξαγωγή δίκης) με την απειλή επιβολής βαρύτατης δικαστικής δαπάνης σε βάρος του διαδίκου που θα ζητήσει την εκδίκαση της υπόθεσης από τον φυσικό δικαστή της διαφοράς με την  τήρηση των ανωτέρω εγγυήσεων της δίκαιης δίκης.

γ) Τέλος σε ότι αφορά την επιβολή “παραβόλου” 300 ευρώ για το παραδεκτό της αιτήσεως διεξαγωγής πρότυπης δίκης, διαφωνούμε απόλυτα για τους λόγους που αναφέρονται στις παρ 5, 10, β, αα και 15 α της παρούσας.

 

17. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 41 ΚΑΙ 48 ΠΑΡ 3 (ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΗΤΤΑΣ Ή ΜΗ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΔΑΠΑΝΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΙΚΗΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ Ή ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΡΗΣΕ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ “ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ” ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ)

Διαφωνούμε με τις ρυθμίσεις αυτές διότι η μη σύνταξη “περίληψης” δικογράφου δεν αφορά πλημμέλειες  του παραδεκτού αυτού, ούτε εμποδίζει το δικαστήριο στην αξιολόγηση αυτού, δηλαδή η δήθεν παράβαση δεν αφορά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, οι “κυρώσεις” αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, το ζήτημα αυτό δύναται ευχερώς να αντιμετωπισθεί “οίκοθεν” στα πλαίσια της καλής συνεργασίας του υπογράφοντος το δικόγραφο πληρεξούσιου δικηγόρου με το δικαστήριο, χωρίς την επιβολή κυρώσεων σε βάρος του αναίτιου διαδίκου.

 

18. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 44 (ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΑΠΟΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΛΟΓΩ ΛΗΞΕΩΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΕΝΔΙΚΟΥ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΟΥ)

Διαφωνούμε με την ρύθμιση αυτή διότι η αναδρομική “απονομιμοποίηση” του πληρεξούσιου Δικηγόρου λόγω λήξεως της παρασχεθείσας γενικής πληρεξουσιότητας και, συνακόλουθα, η απόρριψη ως απαραδέκτου ένδικου βοηθήματος ή μέσου, που ασκήθηκε παραδεκτά, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, παραβιάζει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη  στο νόμο, αποσκοπεί στην “τεχνητή” δημιουργία απαραδέκτου με σκοπό την απόρριψη ενδίκου βοηθήματος ή μέσου που, κατά τον χρόνο άσκησής του, ήταν παραδεκτό, και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, διότι μόνη “κύρωση” της λήξεως της γενικής πληρεξουσιότητας είναι μόνο η ερήμην διεξαγωγή της δίκης και όχι η αναδρομική “απονομιμοποίηση” ενός καθ΄ όλα παραδεκτώς ασκηθέντος δικογράφου. Με τον ανωτέρω τρόπο επιχειρείται να λειτουργήσει σε βάρος του διαδίκου η υπέρβαση του εύλογου χρόνου προς εκδίκαση της υπόθεσης, που δεν οφείλεται σ' αυτόν. Έτσι παραβιάζεται και η αρχή της χρηστής δίκης, αφού δεν δύναται το υπαίτιο Κράτος να επικαλείται τη δική του παράλειψη για ταχεία δίκη, προκειμένου να καταστήσει χείρονα τη θέση του αντιδίκου του.  

 

19. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 51 (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)

Διαφωνούμε απόλυτα με τις  ρυθμίσεις των διατάξεων αυτών για τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 16 α, β,γ της παρούσας. Περαιτέρω η υποκατάσταση                της ειδικής, σαφούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την “συνοπτική” απάντηση καθώς και η θέσπιση καταχρηστικής προθεσμίας αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ. 1, 93 παρ. 3 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, 14 παρ 1 του ΔΣΑΠΔ και στο άρθρο 47 του ΧΘΔ της ΕΕ.

 

20. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 46 (ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ)

Διαφωνούμε με την ρύθμιση αυτή διότι είναι επικίνδυνα ασαφής και δεν προβλέπονται  κριτήρια για την επιβολή της αυξημένης αυτής δικαστικής δαπάνης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κίνδυνοι καταχρηστικής εφαρμογής αυτής.

 

21. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ  47 (ΥΛΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ)

Διαφωνούμε με τις ρυθμίσεις αυτές διότι:

α) Ανατίθεται η εκδίκαση υποθέσεων μεγάλου οικονομικού αντικειμένου, και μάλιστα, “ποινικής φύσεως” κακουργηματικής, ενίοτε, μορφής (π.χ μη καταβολή ΦΠΑ άνω των 75.000 €) σε μονομελείς συνθέσεις, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, κατά παράβαση των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης που αναφέρονται στην παρ. 11 α, γ της παρούσας.

β) Η εκδίκαση υπόθεσης “ποινικής φύσης” (βλ. αναλυτικά για την έννοια αυτή Διοικ.Εφ.Κομ. 151/2010) σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το Εφετείο αντίκειται στο άρθρο 14 παρ. 5 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., με το οποίο διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση και χωρίς εξαιρέσεις, ο διπλός βαθμός  ουσιαστικής κρίσης στις ποινικής φύσεως υποθέσεις.

 

 

 

22. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 53 ΕΩΣ 58 (ΑΙΤΗΣΗ/ΑΓΩΓΗ ΔΙΚΑΙΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ)

Διαφωνούμε ως προς τα εξής σημεία των κατά τα άλλα πολύ σημαντικών ρυθμίσεων, που εισάγονται προς συμμόρφωση με την πιλοτική απόφαση του Ευρ.Δ.Α.Δ. «Αθανασίου κλπ κατά Ελλάδας».

α) Ως προς την εκδίκαση της αιτήσεως/αγωγής από μονομελή σύνθεση του Δικαστηρίου, το οποίο υπέπεσε στην παράβαση (παράβαση της αντικειμενικής αμεροληψίας του Δικαστή)

β) Ως προς την μη ρητή αναφορά του συνολικού χρόνου διάρκειας της διαδικασίας (έναρξη δίκης έως περάτωση αυτής), ως κριτηρίου για την διαπίστωση της υπέρβασης του εύλογου χρόνου.

γ) Ως προς τον καθορισμό της πολυπλοκότητας του νομικού ζητήματος (που αναφύεται μετά τη συζήτηση) και όχι της υπόθεσης (όπως παγίως δέχεται το Ευρ.Δ.Α.Δ.), ως κριτήριο για την υπέρβαση του εύλογου χρόνου.

δ) Ως προς τον κατακερματισμό της διαδικασίας ανά βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παράβαση της αρχής της ενιαίας δίκης, που απορρέει από την έννοια της δίκαιης δίκης.

ε) Ως προς την υποχρέωση καταβολής παραβόλου διακοσίων ευρώ, δυνάμενου να αυξηθεί με Υ.Α., και ως προς τον επαπειλούμενο δεκαπλασιασμό αυτού ανά βαθμό δικαιοδοσίας σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως/αγωγής δίκαιης ικανοποιήσεως (βλ. κατά τα λοιπά παρ. 5, 10 β αα, 15 α, 16 γ, 19 της παρούσας)

στ) Ως προς τον έμμεσο καθορισμό της διάρκειας του εύλογου χρόνου (αρθ 59 σχ.ν) ανά βαθμό δικαιοδοσίας (συνολικά 6 χρόνια για τρεις βαθμούς,  ήτοι 2 έτη ανά βαθμό Χ 3), που, από μόνη της (η διάρκεια), συνιστά παράβαση του εύλογου χρόνου σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ευρ.Δ.Α.Δ.

ζ) Ως προς την μετακύλιση σε βάρος του αιτούντος / ενάγοντος διαδίκου της ευθύνης επίκλησης και απόδειξης των λόγων καθυστέρησης της δίκης (οι οποίοι κείνται πολύ μακράν της σφαίρας επιρροής του πολίτη και αφορούν αποκλειστικά το Κράτος) αντί για την εισαγωγή νόθου αντικειμενικής ευθύνης του Δημοσίου, όπως επιτάσσει η «φύση του πράγματος» και όπως, κατ’ ουσίαν, δέχεται το Ευρ. Δ.Α.Δ.

η) Ως προς τον ασαφή προσδιορισμό της δικηγορικής αμοιβής με βάση την “διατίμηση”.

θ) Ως προς την ασάφεια του προσδιορισμού (και ενεργητικής νομιμοποίησης) του δικαιούχου της δίκαιης ικανοποίησης όταν θύμα της παράβασης της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν είναι φυσικό αλλά νομικό πρόσωπο, το οποίο, εξ ορισμού, δεν υφίσταται «ηθική βλάβη», σύμφωνα με την πάγια νομολογία, (με εξαίρεση τις Ανώνυμες Εταιρείες και μόνο ως προς τον κλονισμό της φήμης τους και της εμπιστοσύνης των συναλλασσόμενων με αυτήν).

ι) Ως προς την απουσία αποτελεσματικής προστασίας της δίκαιης ικανοποίησης έναντι του οφειλέτη Ελληνικού Δημοσίου (π.χ ex lege εκχώρηση, κατάσχεση, υποχρεωτικός συμψηφισμός), που είναι επιβεβλημένη λόγω της φύσεως της αξιώσεως αυτής.

 

23. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 59, 60, 62 (ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ)

Διαφωνούμε ως προς τα εξής σημεία των ρυθμίσεων αυτών:

α) Ως προς την υποβολή της αίτησης επιτάχυνσης μετά την πάροδο δύο ετών από την κατάθεση του δικογράφου ανά βαθμό δικαιοδοσίας, διότι πρόκειται για «έμμεσο» καθορισμό της εύλογης διάρκειας της δίκης και διότι δεν λαμβάνεται υπόψη το διακύβευμα της δίκης  για τον διάδικο και η σπουδαιότητα των αναφυομένων         ζητημάτων

β) Ως προς την εξαίρεση των εκκρεμών υποθέσεων από τη δυνατότητα «επιτάχυνσης» και ως προς τον περιορισμό για μια πενταετία των «επιταχυνόμενων» υποθέσεων στο 1/3 των υποθέσεων κάθε δικασίμου (ακόμη και αν έχει παρέλθει χρόνος πέραν της πενταετίας ανά βαθμό δικαιοδοσίας).

γ) Ως προς το προνόμιο του εποπτεύοντος ΝΠΔΔ Υπουργού να ζητά επιτάχυνση εκκρεμούς δίκης χωρίς τα κριτήρια που ισχύουν για τον αντίδικο πολίτη.

 

 

24. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 61 (ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ)

Οι ρυθμίσεις αυτές, κατά το μέρος που ορίζουν τη δημοσιότητα της διαδικασίας ως εξαίρεση και μεταθέτουν στον πολίτη το βάρος επίκλησης και απόδειξης της αναγκαιότητας διεξαγωγής δημόσιας συνεδρίασης, δεν πληρούν τις εγγυήσεις της δίκαιης διαδικασίας (βλ. ΟλΣτΕ 3319, 3320/2010 και την συνημμένη στην παρούσα απόφαση / γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων του ΔΣΕ κεφ. ΙΙ Γ παρ. 30, 33 α,β).

25.ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 64 (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΕ ΕΠΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΟΥ Ν. 3894/2010 – «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ).

Ο καθορισμός του φυσικού δικαστή της διαφοράς πρέπει να γίνεται με βάση τη θεμελιώδη Συνταγματική, Ενωσιακή  και ενυπάρχουσα στην ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ, αρχή της ισότητας όλων των πολιτών και ιδίως σε ό,τι αφορά την ορθή, ποιοτική, δίκαιη και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Τέτοιο δικαίωμα έχουν όλοι οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι πολίτες (επενδυτές και μη) και όχι μόνο οι «στρατηγικοί επενδυτές», υπέρ των οποίων δημιουργείται προνόμιο «οιονεί VIP διαδίκου.» 

Δ. ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

26. α) Τα αναφερόμενα στις παρ 16 α, β και 19 της παρούσας ισχύουν και σε ότι αφορά την πρότυπη δίκη και τη διαδικασία εν συμβουλίω στο Ελεγκτικό Συνέδριο

β) Θετικότατη η επέκταση της ρύθμισης του άρθρου 23 του Ν. 3900/2010 και στις δίκες ενώπιον του Ελ. Συν. Για την ταυτότητα όμως του νόμιμου λόγου, η ρύθμιση αυτή πρέπει να επεκταθεί και στις πολιτικές και ακυρωτικές δίκες.

 

Ε. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 85 επ.(ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 1756/1980 ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ)

27. α) Συμφωνούμε με την εφαρμογή του άρθρου 103 παρ 7 του Συντάγματος και στις προαγωγές των δικαστικών λειτουργών. Πράγματι το κριτήριο προαγωγών με βάση “λίστα αναμονής” ήταν άκρως παρωχημένο και αντίθετο στο Σύνταγμα (βλ για το κριτήριο προαγωγής με σειρά χρονικής προτεραιότητας και ΣΤΕ 1661/80, 2122/80, 95/82,1590/82, 2585/82, ΟλΣτΕ 993/89, ΣτΕ 6, 7, 12/1999, 2820/1999 κ.α)

β) Συμφωνούμε επίσης με την εγκατάλειψη της αρχικής πρότασης για “ποσόστωση” στις προαγωγές (ποσόστωση στην εφαρμογή του Συντάγματος δεν νοείται).

Συνεπώς  οι νέες αυτές ρυθμίσεις κατά το μέρος αυτό δεν είναι απλώς ωφέλιμες αλλά είναι και συνταγματικά επιβεβλημένες (βλ για την εφαρμογή του άρθρου 103 παρ 7 του Συντάγματος όχι μόνο σε ότι αφορά στην είσοδο σε δημόσιες θέσεις αλλά και σε ότι αφορά στην εν γένει υπηρεσιακή εξέλιξη και σταδιοδρομία Ολ ΣτΕ 3052/2009 σκ. 12, ΣτΕ 2788/2009 7μ σκ. 5 βλ και όμοιες Ολ ΣτΕ 3058/2009 και ΣτΕ 2788/2009 7μ)

γ) Διαφωνούμε όμως με τα κριτήρια επιλογής διότι είναι ασαφή, αόριστα και μη γνωστά εκ των προτέρων, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ 7 του Συντάγματος, που καταλαμβάνει ιδίως θέσεις που απολαμβάνουν ειδικών συνταγματικών εγγυήσεων (όπως είναι οι θέσεις δικαστικών λειτουργών).

δ) Διαφωνούμε επίσης με την περικοπή μισθού και διακοπών των δικαστικών λειτουργών, λόγω καθυστέρησης έκδοσης απόφασης, διότι θα λειτουργήσουν εκφοβιστικά για τους δικαστές και ελοχεύει ο κίνδυνος έκδοσης αποφάσεων με “τηλεγραφική”  αιτιολογία ή με στερεοτυπική “αιτιολογία- σφραγίδα”.  Περαιτέρω, με την ρύθμιση αυτή εμφανίζονται  οι δικαστικοί λειτουργοί  ως υπεύθυνοι για το καθεστώς της δομικής και συστημικής  “οιονεί αρνησιδικίας” που επικρατεί, ενώ τούτο, οφείλεται πρωτίστως στην Πολιτεία, ανεξαρτήτως και της ευθύνης κάποιων δικαστικών λειτουργών, η οποία (ευθύνη) μπορεί να αντιμετωπισθεί “οίκοθεν”, είτε στα πλαίσια της Επιθεώρησης των δικαστηρίων είτε του πειθαρχικού δικαίου (με όλες τις εγγυήσεις που αυτό διασφαλίζει) και όχι με συγκεκαλυμμένες “οιονεί πειθαρχικές κυρώσεις”, «υπό τον μανδύα υπηρεσιακού μέτρου».

ε) Τέλος διαφωνούμε με την “τιμωρητική” μετάθεση ανεπαρκών δικαστικών λειτουργών, διότι απλώς μετατίθεται το πρόβλημα και δεν επιλύεται. Τυχόν τέτοια φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα στα πλαίσια της Επιθεώρηση των δικαστηρίων ή της πειθαρχικής διαδικασίας (και με τις εγγυήσεις που αυτή προβλέπει) και όχι μέσω υπηρεσιακών μεταβολών, που υποκρύπτουν πειθαρχική κύρωση.

 

                                                    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

                                          ΓΙΑΝΝΗΣ  Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ