Είστε εδώ

Κανονισμός Λειτουργίας των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων Αθήνα, 16-12-2013

Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος

 

Έχοντας υπόψη:

  1. Τον Ν. 4194/2013, Κώδικας Δικηγόρων (ΦΕΚ 208/Α΄), και ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 137, 146, 147, ιδίως την παρ. 5, 149 έως και 159, και 165 αυτού, όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν. 4205/2013, Ηλεκτρονική επιτήρηση υπόδικων, κατάδικων και κρατούμενων σε άδεια και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 242/Α΄),

 

  1. Τις διατάξεις του Ν. 2690/1999, Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως ισχύουν (ΦΕΚ 45/Α΄), ιδίως το άρθρο 14 αυτού,

 

  1. Το με ημερομηνία 14.12.2013, Σχέδιο Κανονισμού Λειτουργίας Πειθαρχικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων που εκπόνησε η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων,

 

 

Αποφασίζει:

 

Εγκρίνει τον Κανονισμό Λειτουργίας των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων, του οποίου το κείμενο έχει ως ακολούθως:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

 

Άρθρο 1

Σκοπός - Έννοιες

 

1. Σκοπός του παρόντος Κανονισμού είναι η θέσπιση κανόνων λειτουργίας των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας.

 

2. Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια (Πειθαρχικά Συμβούλια)  λειτουργούν είτε σε Τμήματα, που συνιστώνται με τον παρόντα Κανονισμό (Πειθαρχικά Τμήματα), ή σε Ολομέλεια, όταν έχουν συσταθεί περισσότερα Τμήματα.

 

Άρθρο 2

Έδρα των Πειθαρχικών Συμβουλίων

 

1. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια συνεδριάζουν στην έδρα κάθε πολιτικού Εφετείου της Χώρας.

 

 2. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια, με απόφασή τους, μπορούν να συνεδριάζουν και στην έδρα του Δικηγορικού Συλλόγου των πειθαρχικά εγκαλουμένων, εφόσον κρίνουν ότι με τον τρόπο αυτόν διευκολύνονται τα διάδικα μέρη.

 

 

Άρθρο 3

Σύσταση  Πειθαρχικών Τμημάτων  και καθορισμός της αρμοδιότητας αυτών

 

1. Στην έδρα κάθε πολιτικού Εφετείου λειτουργούν παράλληλα από δύο (2) έως δέκα (10) Πειθαρχικά Τμήματα,  ως εξής:

α. Στο Εφετείο της Αθήνας δέκα (10) Τμήματα,

β. Στο Εφετείο της Θεσσαλονίκης οκτώ (8) Τμήματα

γ. Στο Εφετείο του Πειραιά πέντε (5) Τμήματα,

δ. Στα λοιπά Εφετεία δύο (2) Τμήματα.

 

2. Μετά την δημόσια κλήρωση των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ. 1β ακολουθεί αμέσως κλήρωση για την κατανομή των Συμβούλων στα επιμέρους τμήματα.

 

3. Καθήκοντα Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή ενός Πειθαρχικού Τμήματος ασκεί το αρχαιότερο σε έτη δικηγορίας μέλος Συμβουλίου ή του Τμήματος.

 

4. Για τον προσδιορισμό του Πειθαρχικού Τμήματος που θα επιληφθεί μιας υποθέσεως, το έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης μαζί με το πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου αποστέλλονται αμελλητί στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Τμήματος που έχει τα περισσότερα χρόνια ενεργούς δικηγορίας. Ο Πρόεδρος διενεργεί κλήρωση ενώπιον των Προέδρων όλων των Πειθαρχικών Τμημάτων της ίδιας εφετειακής περιφέρειας για το ποιο Τμήμα θα χρεωθεί την υπόθεση μεταξύ όλων των Τμημάτων που έχουν συγκροτηθεί στην έδρα του πολιτικού Εφετείου, εφόσον στην εν λόγω Περιφέρεια λειτουργούν παράλληλα περισσότερα Πειθαρχικά Τμήματα.

 

5. Σε περίπτωση που η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων προβλέψει  περισσότερα του ενός Πειθαρχικά Συμβούλια στην έδρα συγκεκριμένων πολιτικών Εφετείων, προσδιορίζει, με απόφασή της, και τη διαδικασία χρέωσης των υποθέσεων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, του άρθρου 149 του Κώδικα Δικηγόρων. Εφόσον δεν προσδιορίσει τη διαδικασία αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν την Ολομέλεια του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

6. Ο Πρόεδρος του επιλαμβανόμενου Πειθαρχικού Τμήματος μπορεί να ζητήσει η υπόθεση να αχθεί ενώπιον της Ολομελείας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, λόγω σπουδαιότητας,  όπως, ιδίως, λόγω του αντίκτυπου της παράβασης για ευρύτερο κύκλο προσώπων ή εφόσον κατά την εξέταση ανακύπτει μείζονος σημασίας ζήτημα.

 

7. Στις περιπτώσεις διενέργειας προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, ο Πρόεδρος του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου την αναθέτει σε ένα από τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή του Πειθαρχικού Τμήματος που είναι σε Υπηρεσία  κατά τον χρόνο της κατάθεσης της αναφοράς (ή καταγγελίας) ή τον χρόνο που θα λάβει γνώση από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής. Η προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση διενεργείται σε χώρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο εδρεύει το Πειθαρχικό Συμβούλιο στο οποίο ανήκει ο δικηγόρος που τη διενεργεί.

 

8. Ο αρχαιότερος Πρόεδρος μεταξύ των Προέδρων των Πειθαρχικών  Τμημάτων ασκεί τις αρμοδιότητες που ο Κώδικας Δικηγόρων αναθέτει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Σε αυτόν ανακοινώνεται η πράξη αρχειοθέτησης αναφοράς που λαμβάνει ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, κατά το άρθρο 152, παράγραφος 5, του Κώδικα Δικηγόρων.

 

9. Σε περίπτωση συστάσεως και συγκροτήσεως περισσοτέρων Πειθαρχικών Συμβουλίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 147, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του Κώδικα Δικηγόρων, δεν λειτουργούν παράλληλα Πειθαρχικά Τμήματα του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εκτός αν η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων ορίσει άλλως.

 

 

Άρθρο 4

Λειτουργία Ολομελείας του Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

1. Εφόσον σε μία Περιφέρεια πολιτικού Εφετείου  συσταθούν Πειθαρχικά Τμήματα του Πειθαρχικού Συμβουλίου, λειτουργεί ως Πειθαρχικό Όργανο η Ολομέλεια του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. 

 

΄2. Της Ολομελείας του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου προεδρεύει ο αρχαιότερος σε έτη δικηγορίας Πρόεδρος Πειθαρχικού Τμήματος αναπληρούμενος από τον επόμενο σε έτη δικηγορίας Πρόεδρο Πειθαρχικού Τμήματος.

 

3. Εφόσον έχουν συσταθεί δύο (2) Πειθαρχικά Τμήματα, η Ολομέλεια λειτουργεί με επταμελή (7μελή) σύνθεση, αποτελούμενη από τα πέντε (5) μέλη του αρχικώς επιληφθέντος Πειθαρχικού Τμήματος, και τον Πρόεδρο του άλλου Τμήματος και ένα μέλος αυτού που αναδεικνύεται με κλήρωση μεταξύ των μελών του, αναπληρούμενο από τον αρχαιότερο σε έτη δικηγορίας μέλος. Ο ορισμός του μέλους του άλλου Πειθαρχικού Τμήματος που θα μετέχει της Ολομελείας γίνεται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την ημέρα που ο Πρόεδρος του Τμήματος λάβει σχετική ειδοποίηση από τον Πρόεδρο του αρχικώς επιληφθέντος Πειθαρχικού Τμήματος. Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή άπρακτη, της συνθέσεως μετέχει ο δεύτερος αρχαιότερος σε έτη δικηγορίας Σύμβουλος, μέλος του Πειθαρχικού Τμήματος. Σε κάθε περίπτωση, η Ολομέλεια δεν μπορεί να λειτουργήσει με λιγότερα από πέντε (5) μέλη.

 

4. Στο Εφετείο Πειραιά η Ολομέλεια αποτελείται από δεκατρία (13)  μέλη, στο Εφετείο Θεσσαλονίκης από δεκαεννέα (19) μέλη, και στο Εφετείο της Αθήνας από εικοσιένα (21) μέλη. Στην Ολομέλεια μετέχουν τα μέλη του επιληφθέντος αρχικά Πειθαρχικού Τμήματος και οι Πρόεδροι των υπολοίπων Τμημάτων, και ένα μέλος κάθε Τμήματος που αναδεικνύεται με κλήρωση μεταξύ των μελών του, αναπληρούμενο από τον δεύτερο αρχαιότερο σε έτη δικηγορίας μέλος εκάστου Τμήματος, τηρουμένης κατά τα λοιπά της διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Σε αυτήν την περίπτωση, η Ολομέλεια δεν μπορεί να λειτουργήσει με λιγότερα από επτά (9) μέλη, εφόσον αποτελείται από δεκατρία (13)  μέλη, ένδεκα (11) μέλη εφόσον έχει δεκαεννέα (19) μέλη και δεκατρία (13) μέλη όταν έχει εικοσιένα (21) μέλη.

 

5. Η Ολομέλεια του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό.

 

 

Άρθρο 5

Γραμματεία Πειθαρχικού Συμβουλίου

 

1. Σε κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί γραμματεία αποτελούμενη από υπαλλήλους ή/και δικηγόρους των αντίστοιχων Δικηγορικών Συλλόγων κατά το άρθρο 95, παράγραφος 1, περίπτωση ιγ΄, και παράγραφος 5, του Κώδικα Δικηγόρων, που ενεργούν κάθε αναγκαία πράξη για τη διεκπεραίωση των πειθαρχικών υποθέσεων, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Πειθαρχικού Τμήματος ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Εισηγητή. Οποιαδήποτε παράλειψη στον ορισμό Γραμματέως δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση του Οργάνου.

 

2. Ενδεικτικά, η Γραμματεία έχει, ιδίως, τα ακόλουθα καθήκοντα:

 

α.  Τηρεί ένα γενικό και ένα εμπιστευτικό Πρωτόκολλο, όπου καταγράφει όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα έγγραφα. Το Πρωτόκολλο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων εφόσον αποφασίσει σχετικά η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, τηρουμένης της νομοθεσίας περί ηλεκτρονικών υπογραφών. Στο εμπιστευτικό πρωτόκολλο καταχωρούνται έγγραφα τα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, εμπίπτουν στην κατηγορία των απορρήτων εγγράφων. 

 

β. Τηρεί, κατά τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, Βιβλίο σχετικά με τη συγκρότηση των συνιστώμενων Πειθαρχικών Τμημάτων, των γενόμενων κληρώσεων, των αιτήσεων εξαιρέσεως, αποκλεισμού ή αποχής των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων, και γενικά καταγράφει σε αυτό κάθε μεταβολή που αφορά τη συγκρότηση και σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το ενλόγω βιβλίο είναι ενιαίο για όλα τα Πειθαρχικά Τμήματα του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

γ. Τηρεί, κατά τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, Βιβλίο Αποφάσεων και τηρουμένων Πρακτικών του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο μπορεί να τηρείται ενιαία για όλα τα Πειθαρχικά Τμήματα.

 

δ. Τηρεί το ειδικό βιβλίο του Πειθαρχικού Συμβουλίου που προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 6, του παρόντος Κανονισμού.

 

ε. Κατανέμει τα εισερχόμενα στο Πειθαρχικό Τμήμα που έχει χρεωθεί κάποια υπόθεση, στις λοιπές περιπτώσεις. Σε περίπτωση αμφιβολίας για τον καθορισμό του αρμοδίου Πειθαρχικού Τμήματος αποφασίζει ο Πρόεδρος του Τμήματος που είναι σε υπηρεσία τη μέρα της κατάθεσης.

 

στ. Αποστέλλει, κατά τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, την Ημερήσια Διάταξη στα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου και επιμελείται την έγκαιρη ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του οικείου Συλλόγου, τηρουμένης της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων.

 

ζ.  Μέλος της παρίσταται κατά τη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τηρεί τα Πρακτικά. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του μέλους της Γραμματείας, τα Πρακτικά τηρούνται από το νεώτερο σε έτη δικηγορίας μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

η. Συντάσσει έκθεση σε περίπτωση ασκήσεως Εφέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, στην οποία επισυνάπτεται το κείμενο της Εφέσεως.

 

Άρθρο 6

Αποκλεισμός, Αποχή και Εξαίρεση Μελών

 

1. Για τον αποκλεισμό Μέλους από την άσκηση των καθηκόντων του απαιτείται υποβολή δήλωσης αποχής από το ίδιο το Μέλος ή αίτηση εξαίρεσης από ενδιαφερόμενο μέρος.

 

2. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει τον αποκλεισμό Μέλους και αυτεπαγγέλτως, ύστερα από πρόταση του Προέδρου ή του Αναπληρωτή του.

 

3. Η αίτηση εξαίρεσης είναι έγγραφη και κατατίθεται στη Γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή υποβάλλεται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, εφόσον οι λόγοι αποκλεισμού ή εξαίρεσης είναι μέχρι το χρόνο εκείνον γνωστοί, ή έως το τέλος της συζήτησης, εφόσον οι σχετικοί λόγοι προκύψουν κατά τη διαδικασία.

 

4. Ο Πρόεδρος εισάγει την αίτηση εξαίρεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για να αποφανθεί. Στη συζήτηση δεν μετέχει το μέλος ή τα μέλη των οποίων ζητείται η εξαίρεση με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Η απόφαση που εκδίδεται είναι αμετάκλητη. Κάθε εγκαλούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαίρεσης μόνο μία φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.

 

5. Η υποβολή αιτήματος εξαίρεσης μέλους του Πειθαρχικού Τμήματος ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου που αναλαμβάνει την προκαταρκτική εξέταση δεν στερεί από τον διωκόμενο δικηγόρο τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος εξαίρεσης μέλους του επιλαμβανόμενου, στη συνέχεια, Πειθαρχικού Τμήματος ή Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά τον πρώτο βαθμό της πειθαρχικής διαδικασίας.

 

6.  Αν η αίτηση εξαίρεσης γίνει δεκτή και δεν απομένει επαρκής αριθμός μελών για συγκρότηση του Πειθαρχικού Τμήματος, ο Πρόεδρος αυτού το ανακοινώνει στον αρχαιότερο Πρόεδρο Τμήματος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος αυτού, στον δεύτερο αρχαιότερο Πρόεδρο Τμήματος, ο οποίος διενεργεί κλήρωση ενώπιον των ενδιαφερομένων προς ανάθεση της υπόθεσης σε άλλο Τμήμα, εφόσον λειτουργούν περισσότερα των δύο Τμημάτων στην οικεία εφετειακή Περιφέρεια.

 

7. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη όταν αυτή αφορά στην εξαίρεση όλων των μελών όλων των Τμημάτων του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή όλων των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

8.  Αν συμπέσει δήλωση αποχής και αίτηση εξαίρεσης για το ίδιο Μέλος, προηγείται η απόφαση για τη δήλωση αποχής. Αν η δήλωση αποχής γίνει δεκτή, η αίτηση εξαίρεσης τίθεται στο αρχείο με πράξη του Προέδρου ή, αν πρόκειται για δήλωση του ιδίου του Προέδρου, με πράξη του Αναπληρωτή του , σε περίπτωση που αυτός απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει, του Μέλους Εισηγητή που έχει τα περισσότερα έτη δικηγορίας. Αν η δήλωση αποχής δεν γίνει δεκτή, εκδικάζεται κανονικά η αίτηση εξαίρεσης. Δικηγόροι που διορίσθηκαν μέλη πειθαρχικού συμβουλίου απέχουν υποχρεωτικά των καθηκόντων τους για όσο χρόνο υπάρχει εκκρεμής σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη.

 

9. Η κατά την παράγραφο 2 αυτεπάγγελτη κίνηση της διαδικασίας από τον Πρόεδρο ή τον Αναπληρωτή του αναστέλλεται εφόσον υποβληθεί δήλωση αποχής ή αίτηση εξαίρεσης, τίθεται δε στο αρχείο με πράξη του Προέδρου, εφόσον ληφθεί απόφαση για τη δήλωση αποχής ή την αίτηση εξαίρεσης.

 

10. Αν ανακύψει αδυναμία συγκρότησης Πειθαρχικού Τμήματος για να κρίνει, κατά τα οριζόμενα παραπάνω, δηλώσεις αποχής ή αιτήσεις εξαίρεσης, ο Πρόεδρος παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια, η οποία μπορεί να την αναθέτει σε Τμήμα με άλλη σύνθεση, που ορίζει με απόφασή της.

 

11. Σε περίπτωση αποκλεισμού του Προέδρου του Πειθαρχικού Τμήματος, στην Ολομέλεια ή στο Τμήμα προεδρεύει ο Αναπληρωτής του και, σε περίπτωση που αυτός απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει, το Μέλος που είναι αρχαιότερο κατά τα έτη δικηγορίας, εφόσον δεν είναι ο Εισηγητής της υπόθεσης που συζητείται.

 

12. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και για τους ασκούντες καθήκοντα Γραμματέα.

 

13. Κατά τα λοιπά, για την εξαίρεση των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων, ισχύουν επικουρικώς οι διατάξεις του Ογδόου Κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 52 και επόμενα) για την εξαίρεση των δικαστών.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

 

Άρθρο 7

Προδικασία

 

1. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή του Πειθαρχικού Τμήματος το οποίο έχει χρεωθεί την υπόθεση ορίζει Εισηγητή της υπόθεσης. Ο Εισηγητής είναι διαφορετικό πρόσωπο από εκείνο που διενήργησε την προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση.

 

2. Χρέη Εισηγητού ενώπιον της Ολομελείας ασκεί ο ορισθείς Εισηγητής της υπόθεσης ενώπιον του Πειθαρχικού Τμήματος που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια.

 

3. Σε περίπτωση κωλύματος του ορισθέντος Εισηγητή, είναι δυνατόν να ορισθεί από τον Πρόεδρο του Τμήματος, με πρακτικό, άλλος Εισηγητής,  το Τμήμα όμως δεν μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση κατά την ημέρα του διορισμού του νέου Εισηγητή.

 

4. Ο Εισηγητής έχει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, του άρθρου 33 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εξετάζει τους μάρτυρες, συλλέγει το λοιπό αποδεικτικό υλικό, συντάσσει το κατηγορητήριο, όπου καθορίζει σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, τηρουμένων, κατ΄αναλογία, των σχετικών διατάξεων  του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και καλεί τον πειθαρχικά διωκόμενο να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθεί προφορικά ή γραπτά μέσα σε εύλογο χρόνο που δεν μπορεί να είναι μικρότερος των πέντε (5) εργασίμων ημερών.

 

5. Σε περίπτωση προφορικής απολογίας, ο Εισηγητής μπορεί να ζητήσει από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει, τη σύμπραξη γραμματέα για την τήρηση Πρακτικών. Σε περίπτωση που ο διωκόμενος υποβάλει γραπτό απολογητικό υπόμνημα ο Εισηγητής δύναται να διατυπώσει οποιανδήποτε κατά την κρίση του διευκρινιστική ή άλλη ερώτηση.

 

6. Σε περίπτωση έκδοσης από τον Εισηγητή εντάλματος βιαίας προσαγωγής κατά των μαρτύρων που απειθούν, το ένταλμα διαβιβάζεται απ' ευθείας στον αρμόδιο Εισαγγελέα και κατά μαρτύρων στρατιωτικών στον αρμόδιο Υπουργό, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να το εκτελέσουν.

 

7. Ο Εισηγητής έχει το δικαίωμα να ενεργήσει πράξεις εκτός έδρας τόσο εκτός της περιφέρειας του Δικηγορικού Συλλόγου του πειθαρχικά διωκόμενου όσο και εκτός της περιφέρειας του Εφετείου. Σε κάθε περίπτωση, έχει την υποχρέωση να ανακοινώσει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, του οποίου είναι μέλος, την προγραμματισμένη από αυτόν πράξη τουλάχιστον εικοσιτέσσερις (24) ώρες πριν τη διεξαγωγή της.

 

8. Αν ο Εισηγητής μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να στηρίζουν πειθαρχική κατηγορία, παραδίδει το φάκελο στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου με την πρόταση να μην γίνει κατηγορία και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει αν θα γίνει ή όχι η κατηγορία ή αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον Εισηγητή. Αν το Τμήμα δεχθεί ότι πρέπει να γίνει κατηγορία, συντάσσεται από τον Εισηγητή κατηγορητήριο και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους.

 

9. Μετά την ολοκλήρωση του έργου του Εισηγητή, ολόκληρος ο φάκελος διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τον ορισμό της δικασίμου, μαζί με τον κατάλογο των μαρτύρων που πρέπει να κληθούν και το αποδεικτικό επίδοσης της πράξης αυτής στον πειθαρχικά διωκόμενο δικηγόρο, στον οποίο κοινοποιείται το κατηγορητήριο, ο προτεινόμενος κατάλογος μαρτύρων και όλα τα στοιχεία του φακέλου. Ο φάκελος κοινοποιείται και στον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο πειθαρχικά διωκόμενος.

 

10. Η κατά την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου κλήση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του εγκαλούμενου δικηγόρου γίνεται με δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

11. Η κλήση του αναφέροντος, των μαρτύρων και λοιπών προσώπων γίνεται με τηλεομοιοτυπία (fax) ή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ή με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.

 

12. Για την κλήση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο εγκαλούμενος αρκεί η κοινοποίηση κάθε φορά της ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης του επιληφθέντος Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

13. Η κατά τις παραγράφους 9 και 10 του παρόντος άρθρου κλήση γίνεται στον πειθαρχικά διωκόμενο δικηγόρο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της διαδικασίας ενώπιον του επιληφθέντος Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ο πειθαρχικά διωκόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των στοιχείων του τηρούμενου φακέλου από το Δικηγορικό Σύλλογο ή το Πειθαρχικό Συμβούλιο, εφόσον δεν του έχουν κοινοποιηθεί με το κατηγορητήριο, και να προβεί σε ανταπόδειξη. Εντός της ιδίας προθεσμίας, καλούνται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ο αναφέρων και οι προτεινόμενοι  από τον Εισηγητή μάρτυρες.

 

14. Με έγγραφη αίτησή του που υποβάλλεται έως την προηγούμενη της ακρόασης εργάσιμη ημέρα, ο πειθαρχικά διωκόμενος μπορεί να ζητήσει την παράταση της προθεσμίας εμφάνισής του με την επίκληση σοβαρού λόγου. Επί της αιτήσεως αυτής αποφασίζει ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο πάντως μπορεί να αποφασίσει και αυτεπαγγέλτως την αναβολή της, το πολύ για ένα μήνα, για σοβαρό λόγο. Αίτημα αναβολής μπορεί επίσης να υποβληθεί και κατά την έναρξη της συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον συντρέχει ιδιαιτέρως σοβαρός και απρόοπτος λόγος, επί του οποίου αποφαίνεται αμέσως το Τμήμα ή το Συμβούλιο. Δεν επιτρέπεται η αναβολή με την επίκληση του ιδίου σοβαρού λόγου για περισσότερες από δύο φορές. Αναβολή δεν χορηγείται για περισσότερες από τρεις φορές. Σε κάθε περίπτωση, η σχετική Απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

 

15. Προκειμένου περί υποθέσεων, οι οποίες δεν θέτουν σοβαρά νομικά ή πραγματικά ζητήματα, μπορεί να τάσσεται προθεσμία από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, για την υποβολή μόνο γραπτού υπομνήματος. Η προθεσμία προς υποβολή υπομνήματος δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε (5) εργασίμων ημερών. Μετά την υποβολή του γραπτού υπομνήματος, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να καλέσει τον εγκαλούμενο να αναπτύξει και προφορικά τις απόψεις του.

 

Άρθρο 8

Πρόσκληση μελών

 

1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέρχεται σε συνεδρίαση μετά από πρόσκληση του Προέδρου αυτού. Στην πρόσκληση αναγράφεται ο χρόνος και ο τόπος της συνεδρίασης, καθώς και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Η πρόσκληση μπορεί να αφορά περισσότερες της μίας συνεδριάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

2. Ο ασκών χρέη Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου κοινοποιεί την πρόσκληση στα Μέλη μέσω ταχυδρομείου ή με τηλεομοιοτυπία (fax) ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e−mail) ή άλλο πρόσφορο μέσο, τουλάχιστον 48 ώρες πριν από την πρώτη συνεδρίαση στην οποία αφορά.

 

3. Εφόσον ένα Μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει δηλώσει εγγράφως κώλυμα συμμετοχής σε συνεδριάσεις που θα  διεξαχθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, δεν απαιτείται πρόσκλησή του στις συνεδριάσεις της εν λόγω περιόδου.

 

4. Αν υπάρχουν πλημμέλειες ως προς την πρόσκληση Μέλους, το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νόμιμα, αν το συγκεκριμένο Μέλος είναι παρόν και δεν αντιλέγει για την πραγματοποίηση της συνεδρίασης.

 

5. Κατά τη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και με αιτιολογημένη απόφαση η προσθήκη θεμάτων στην ημερήσια διάταξη, εφόσον υπάρχει απαρτία και τα παριστάμενα Μέλη συμφωνούν.

 

Άρθρο 9

Τρόπος παράστασης − Νομιμοποιητικά έγγραφα

 

1. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης τα μέρη δηλώνουν εάν παρίστανται αυτοπροσώπως, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου.

 

2. Η νομιμοποίηση των πληρεξούσιων δικηγόρων γίνεται με προφορική δήλωση των μερών ή του νομίμου εκπροσώπου τους κατά την πρώτη συνεδρίαση επί της υπόθεσης, που καταχωρίζεται στα πρακτικά.

 

3. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία νομιμοποίησης ή τα υποβληθέντα δεν είναι πλήρη, το Πειθαρχικό Συμβούλιο προχωρεί στη συζήτηση, και χορηγεί εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους.

 

4. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος που νομιμοποιήθηκε σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους είναι και αντίκλητος, αν η κατοικία του ή η επαγγελματική του εγκατάσταση βρίσκονται στον τόπο συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Τυχόν αντικατάσταση του αντικλήτου γνωστοποιείται εγγράφως στον Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

5. Κάθε μεταβολή στη νομιμοποίηση και πληρεξουσιότητα, η οποία επήλθε κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή στη Γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου της αναφοράς έως την έκδοση και κοινοποίηση της απόφασης αυτού, πρέπει να γνωστοποιείται αμελλητί στο Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου από το ενδιαφερόμενο μέρος. Διαφορετικά, οι επιδόσεις εξακολουθούν να γίνονται εγκύρως στα πρόσωπα και τις διευθύνσεις που έχουν δηλωθεί.

 

Άρθρο 10

Μάρτυρες – Εμπειρογνώμονες – Διερμηνείς

 

1. Ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να εξετάζονται μάρτυρες. Πριν από την εξέταση, ο μάρτυρας οφείλει να ορκιστεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 408 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κάθε μάρτυρας εξετάζεται προφορικά και χωριστά από τους άλλους. Εξέταση μάρτυρα σε αντιπαράσταση με άλλο μάρτυρα ή τον πειθαρχικά διωκόμενο  επιτρέπεται. Αποκλείεται να εξετασθούν ως μάρτυρες τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο αποκλεισμός αυτός μπορεί να αρθεί αν το επιτρέψουν, τόσο εκείνος που εμπιστεύθηκε στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το σχετικό θέμα όσο και αυτός τον οποίο αφορά το αντίστοιχο απόρρητο. Ο εγκαλούμενος ή ο αναφέρων μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση του μάρτυρα, αν στο πρόσωπό του συντρέχει λόγος αποκλεισμού κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο. Στην περίπτωση αυτήν, οφείλει να αποδείξει τη συνδρομή του επικαλούμενου λόγου.

 

2. Αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο κρίνει ότι ανακύπτουν ζητήματα για τη διάγνωση των οποίων απαιτούνται ειδικές γνώσεις, μπορεί να διατάζει πραγματογνωμοσύνη και να ορίζει, κατά την κρίση του, έναν ή περισσότερους εμπειρογνώμονες για τη διερεύνησή τους. Οι εμπειρογνώμονες ορκίζονται, ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ότι θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και εχεμύθεια. Κατά τα λοιπά, τηρείται ο τύπος του όρκου των μαρτύρων. Οι λόγοι οι οποίοι ισχύουν για τον αποκλεισμό και την εξαίρεση των Μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου ισχύουν αναλόγως και για τους εμπειρογνώμονες.

 

3. Οι εμπειρογνώμονες μπορούν: α) να λαμβάνουν γνώση των στοιχείων του φακέλου, περιλαμβανομένων των απορρήτων, και να λαμβάνουν αντίγραφα αυτών σε έγγραφη ή ηλεκτρονική μορφή και β) να ζητούν από το Πειθαρχικό Συμβούλιο τυχόν συμπληρωματικής φύσεως πληροφορίες. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά τη διάρκεια της πραγματογνωμοσύνης, μπορεί να δίνει οδηγίες σχετικές με τη διεξαγωγή της.

 

4. Όσοι εμπειρογνώμονες ή τεχνικοί σύμβουλοι προτείνονται εγγράφως από τα μέρη προς εξέταση, δύναται να εξετάζονται ως μάρτυρες.

 

5. Για τα μέρη, τους μάρτυρες και τους εμπειρογνώμονες που αγνοούν την ελληνική γλώσσα, ορίζεται από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου διερμηνέας ο οποίος ορκίζεται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ότι θα ασκήσει το καθήκον του πιστά και θα αποδώσει ακριβώς όσα διαμειφθούν.

 

6. Οι λόγοι οι οποίοι ισχύουν για τον αποκλεισμό και την εξαίρεση των Μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου ισχύουν αναλόγως και για τους διερμηνείς.

 

7.  Αν κάποιο από τα μέρη ή τους μάρτυρες είναι κωφός, άλαλος ή κωφάλαλος, η συνεννόηση μαζί του γίνεται εγγράφως. Τις απαντήσεις του υπογράφει ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου και περιλαμβάνονται, μαζί με τις αντίστοιχες ερωτήσεις, στο Πρακτικό της συζήτησης. Αν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι ικανά να απαντήσουν εγγράφως, ορίζεται κατάλληλος διερμηνέας, σύμφωνα με την παράγραφο 5, του παρόντος άρθρου.

 

8. Οι δαπάνες διερμηνείας βαρύνουν το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

Άρθρο 11

Συνεξέταση − Συνεκδίκαση − Χωρισμός υποθέσεων

 

1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτημα του Εισηγητή ή των μερών να διατάξει τη συνεκδίκαση ή το χωρισμό υποθέσεων που έχουν εισαχθεί ενώπιόν του, εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο για οποιοδήποτε διαδικαστικό ή ουσιαστικό λόγο.

 

2. Σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την εισαγωγή υπόθεσης στην Επιτροπή, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να συνεξετάζει ή να χωρίζει υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Συμβουλίου αυτού, εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο για οποιοδήποτε διαδικαστικό ή ουσιαστικό λόγο.

 

 

Άρθρο 12

Συζήτηση

 

1. Οι ακροάσεις ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών.

 

2. Η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική στις περιπτώσεις που όλα τα μέρη δηλώσουν στο γραπτό υπόμνημά τους ή με άλλο έγγραφό τους που παραδίδεται στον Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου το αργότερο την παραμονή της συζήτησης της υπόθεσης, ότι δεν θα παραστούν κατά την ορισθείσα στην κλήτευση ημερομηνία συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται εκφώνηση της υπόθεσης και εξέταση των κληθέντων και προσελθόντων μαρτύρων και ακολουθεί η διάσκεψη.

 

3. Κατά την έναρξη της συνεδρίασης, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου προβαίνει στη νομιμοποίηση της παράστασης του κληθέντος ή των κληθέντων Δικηγόρων, των πραγματογνωμόνων ή/και συμβούλων τους, του αναφέροντα ή καταγγέλλοντα, καθώς και των προς εξέταση μαρτύρων, ανακοινώνει και προφορικά στους κληθέντες το θεματικό αντικείμενο της διεξαγόμενης πειθαρχικής διαδικασίας και τους καλεί να αναπτύξουν σχετικώς τις απόψεις τους.

 

4. Κατά την ακροαματική διαδικασία μπορούν να παραστούν ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου που άσκησε την πειθαρχική δίωξη ή το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που τον αναπληρώνει ή τον αντικαθιστά. Η μη παράσταση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου δεν αποτελεί λόγο αναβολής ούτε καθιστά άκυρη τη διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου που επιλήφθηκε της υπόθεσης.

 

5. Ο διωκόμενος δικηγόρος δύναται να παραστεί αυτοπροσώπως ή και με δικηγόρο. Ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισής του, καλώντας και με δική του ευθύνη, χωρίς υποχρεωτική προδικασία, μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες για να καταθέσουν υπέρ του ή για την υπόθεσή του. Τα ίδια δικαιώματα έχει και ο εγκαλών.

 

6. Τη συζήτηση, κατά τη συνεδρίαση, διευθύνει ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος δίδει το λόγο, απευθύνει ερωτήσεις προς τον Εισηγητή και τα μέρη, τους μάρτυρες, τους νόμιμους αντιπροσώπους του πειθαρχικά διωκόμενου, αφαιρεί το λόγο, ζητεί διευκρινίσεις από τα ίδια πρόσωπα και εξετάζει τους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες.

 

7. Όταν ο πειθαρχικά διωκόμενος, αν και κλήθηκε νομότυπα, δεν προσέλθει στην ακρόαση, την ταχθείσα ημέρα και ώρα, η συζήτηση μπορεί να αναβληθεί το πολύ για ένα μήνα, με απόφαση του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου η οποία του κοινοποιείται, τηρουμένης της διαδικασίας του άρθρου 7, παράγραφος 10, του παρόντος Κανονισμού. Αν και πάλι ο πειθαρχικά διωκόμενος δεν προσέλθει και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, η διαδικασία διεξάγεται κανονικά ερήμην αυτού. Περισσότερες από δύο (2) αναβολές για τον ίδιο λόγο και συνολικά περισσότερες από τρεις (3) αναβολές δεν επιτρέπονται.

 

8. Σε περίπτωση αναβολής της διαδικασίας που χορηγείται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτημα των μερών, η χορήγηση  αναβολής και συγχρόνως ορισμού νέας δικασίμου για τον τόπο και τον χρόνο της επόμενης συνεδρίασης επέχει θέση κλητεύσεως των παρόντων μερών, με την επιφύλαξη της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 10 του άρθρου 7.

 

9. Ο Εισηγητής της υπόθεσης μπορεί να συμμετέχει στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

10. Μετά την εκφώνηση της υποθέσεως ο λόγος δίδεται στον Εισηγητή, ο οποίος αναπτύσσει συνοπτικά την εισήγησή του.

 

11. Μετά την κατά την παράγραφο 6 ανάπτυξη της εισήγησης, και αφού εξετασθούν οι μάρτυρες και αναγνωστούν τα αναγνωστέα έγγραφα, λαμβάνουν το λόγο, με τη σειρά που ορίζει ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο πειθαρχικά διωκόμενος και τα λοιπά μέρη της διαδικασίας, οι οποίοι αναπτύσσουν συνοπτικώς τα επιχειρήματά τους και απαντούν στα επιχειρήματα των λοιπών μερών. Ο πειθαρχικά διωκόμενος δικαιούται να λάβει τελευταίος το λόγο.

 

12. Ο ασκήσας την πειθαρχική δίωξη Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου έχει το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει το λόγο από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για να αναπτύξει την υπόθεση για την οποία άσκησε πειθαρχική δίωξη.

 

13. Τα Μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου δικαιούνται, με άδεια του Προέδρου, να υποβάλουν ερωτήσεις προς τα μέρη ή τους νόμιμους εκπροσώπους τους και προς τους μάρτυρες. Τα μέρη, με άδεια του Προέδρου, δικαιούνται, επίσης, να υποβάλουν ερωτήσεις στους νόμιμους εκπροσώπους και τους μάρτυρες των άλλων μερών.

 

14. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο, τόσο κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας όσο και ύστερα από την ολοκλήρωσή της, να ζητήσει να προσκομισθούν από τα μέρη νέα στοιχεία επί συγκεκριμένου θέματος. Ορίζει προς τούτο προθεσμία, η οποία πρέπει να είναι βραχύτερη από την προθεσμία υποβολής υπομνήματος μετά το πέρας της συζήτησης. Τα μέρη δικαιούνται, υπό την επιφύλαξη της νομοθεσίας περί απορρήτου, ύστερα από αίτηση, να λάβουν γνώση κάθε εγγράφου που προσκομίζεται κατά την παρούσα παράγραφο.

 

15. Η διαδικασία ακρόασης διεξάγεται σε μία ή περισσότερες συνεδριάσεις, ιδίως αν προκύψει ανάγκη υποβολής πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων ή εξέτασης επιπλέον μαρτύρων. Στην περίπτωση αυτή δεν πραγματοποιείται νέα κλήτευση, αλλά αρκεί η προφορική γνωστοποίηση του Προέδρου για τον τόπο και τον χρόνο της επόμενης συνεδρίασης, εκτός αν ο πειθαρχικά διωκόμενος δικάζεται ερήμην.

 

16. Η διαδικασία μπορεί να διακοπεί μία φορά για σπουδαίο λόγο ή να αναβληθεί κατόπιν αιτήματος του πειθαρχικά διωκόμενου δικηγόρου ή του αναφέροντος ή αυτεπαγγέλτως, μόνο για σπουδαίο λόγο, γίνεται δε απαραιτήτως μνεία στα τηρούμενα Πρακτικά. Η σημείωση της διακοπής ή της αναβολής της διαδικασίας στα τηρούμενα πρακτικά επέχει θέση κλήτευσης.

 

17. Όταν η υπόθεση συζητείται σε Πειθαρχικό Τμήμα, αυτό δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλεια, εφόσον διαπιστώσει ότι εγείρεται ζήτημα μείζονος σημασίας.

 

18. Κατά τη συνεδρίαση τηρούνται Πρακτικά από το Γραμματέα. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Γραμματέα, τα Πρακτικά τηρούνται από το νεώτερο σε έτη δικηγορίας μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Στα Πρακτικά της συνεδρίασης μνημονεύονται, ιδίως τα ονόματα και η ιδιότητα των παρισταμένων, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, τα θέματα που συζητήθηκαν με συνοπτική αλλά περιεκτική αναφορά.

Άρθρο 13

Ακρόαση τρίτων

 

Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να κλητεύσει στη συζήτηση οποιονδήποτε τρίτο ως μάρτυρα, εφόσον κρίνει ότι η συμμετοχή του συμβάλλει στην εξέταση της υπόθεσης.

 

Άρθρο 14

Διακοπή συζήτησης υποθέσεων

 

1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει τη διακοπή της συζήτησης, για διάστημα που δεν μπορεί, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, εφόσον κρίνει ότι για την αντιμετώπιση των αναφυομένων ζητημάτων απαιτείται να προσκομιστούν συμπληρωματικά στοιχεία ή να κληθούν προς εξέταση ουσιώδεις μάρτυρες ή άλλα πρόσωπα.

 

2. Η διακοπείσα συζήτηση συνεχίζεται, με πρωτοβουλία του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, σε επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου με συμμετοχή των Μελών  της τελευταίας σύνθεσης και σε περίπτωση κωλύματος μέλους ή μελών από τους αναπληρωτές τους οποίους ενημερώνει σχετικά.

 

Άρθρο 15

Υπομνήματα

 

Ύστερα από αίτηση των μερών, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν τίθενται ιδιαίτερα δυσχερή νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, να επιτρέψει την υποβολή υπομνημάτων μετά τη συζήτηση, τα οποία προσκομίζονται σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή. Η προθεσμία κατάθεσης δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες.

 

Άρθρο 16

Παραίτηση

 

1. Παραίτηση από καταγγελία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιτρέπεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και μέχρι το τέλος της συζήτησης.

 

2. Για την παραίτηση απαιτείται έγγραφη δήλωση, η οποία κατατίθεται στη Γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η παραίτηση μπορεί να υποβληθεί και με προφορική ή έγγραφη δήλωση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον έχει ξεκινήσει η συζήτηση. Τη δήλωση υποβάλλει ο αναφέρων αυτοπροσώπως ή δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Εφόσον η δήλωση παραίτησης υποβληθεί μετά την κοινοποίηση κλήτευσης σε συζήτηση, απαιτείται η συναίνεση εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία.

 

3. Η παραίτηση που υποβλήθηκε δεν διακόπτει την έρευνα της υπόθεσης ή την κίνηση της διαδικασίας ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ιδίως όταν τίθενται ζητήματα δημόσιας τάξης ή ζητήματα που προσβάλλουν το κύρος της Δικαιοσύνης ή  του δικηγορικού λειτουργήματος.

 

4. Εφόσον η δήλωση παραίτησης υποβληθεί μετά την ανάθεση υπόθεσης σε Εισηγητή, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφαίνεται επί της συνέχισης ή μη της διαδικασίας που κινήθηκε. Εφόσον η δήλωση παραίτησης υποβληθεί πριν την ανάθεση υπόθεσης σε Εισηγητή, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου με πράξη του μπορεί να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.

 

5. Ανάκληση της παραίτησης δεν επιτρέπεται. Παραίτηση που γίνεται υπό όρο ή αίρεση είναι ανίσχυρη.

 

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν κωλύουν τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου να ανασύρει προς εξέταση υπόθεση που τέθηκε στο αρχείο.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Άρθρο 17

Έκδοση της πειθαρχικής Απόφασης

 

1. Εντός έξι (6) μηνών από την άσκηση της πειθαρχικής διώξεως, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, οφείλει να εκδώσει οριστική Απόφαση. Ο χρόνος αυτός παρατείνεται αναλόγως, εάν έχει αποφασισθεί η διακοπή της συζήτησης. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που έγινε δεκτή αίτηση εξαίρεσης ή δήλωση αποχής και εξαιτίας της ανέφικτης συγκρότησης του Πειθαρχικού Τμήματος ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου με νέα σύνθεση, παραπέμπεται η υπόθεση σε άλλο Πειθαρχικό Τμήμα ή Συμβούλιο ή την Ολομέλεια.

 

2. Τα Μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου που συμμετείχαν στη συζήτηση λαμβάνουν γνώση των στοιχείων του φακέλου.

 

3. Η πρώτη διάσκεψη του Πειθαρχικού Συμβουλίου για την έκδοση Απόφασης γίνεται αμέσως μετά τη συνεδρίαση κατά την οποία περατώθηκε η συζήτηση της υπόθεσης και μπορεί να ανακοινώνεται στη συνέχεια η Απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, η διάσκεψη γίνεται σε διάστημα μικρότερο των επτά (7) ημερών από τη συνεδρίαση κατά την οποία περατώθηκε η συζήτηση της υπόθεσης ή από την κατάθεση των υπομνημάτων των μερών, όταν, κατ’ εξαίρεση, το Πειθαρχικό Συμβούλιο το έχει επιτρέψει.

 

4. Η διάσκεψη για την έκδοση απόφασης είναι μυστική.

 

5. Το κείμενο της Απόφασης συντάσσεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη ολοκλήρωση  της ακρόασης και περιέχει ειδική αιτιολογία.

 

6. Αν κατά τη ψηφοφορία σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες και δεν καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός πλειοψηφίας, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται με υποχρεωτική προσχώρηση, κάθε φορά, εκείνου ή εκείνων που διατυπώνουν την ασθενέστερη γνώμη, σε μία από τις επικρατέστερες. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του Αναπληρωτή του.

 

7. Σε περίπτωση που κατά τη διάσκεψη ανακύψουν ζητήματα, για την επίλυση των οποίων απαιτείται να προσκομισθούν από τα μέρη περισσότερα στοιχεία ή να διεξαχθεί από τον Εισηγητή περαιτέρω έρευνα, το Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει σχετική προδικαστική απόφαση.

 

8. Μετά τη λήψη της απόφασης, ο Γραμματέας καταχωρίζει κατ’ αύξοντα αριθμό τα στοιχεία της υπόθεσης και το διατακτικό της Απόφασης στο Βιβλίο Αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ο ως άνω αύξων αριθμός αποτελεί και τον αριθμό της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

9. Μετά την καθαρογραφή, το κείμενο της Απόφασης υπογράφεται από τον Πρόεδρο ή τον Αναπληρωτή του, τον Συντάκτη της Απόφασης, που μπορεί να είναι ο Εισηγητής, εφόσον μετέχει του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τον Γραμματέα.

 

10. Με ευθύνη του Γραμματέα, το αργότερο εντός μηνός από την καθαρογραφή, κοινοποιείται σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος επικυρωμένο αντίγραφο της Απόφασης.

 

11. Αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά και αξιόποινη πράξη, η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου, καθώς και το απαλλακτικό βούλευμα δεν εμποδίζουν το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδικάσει την υπόθεση στην ουσία της και να εκδώσει Απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη του τη σχετική ποινική δικογραφία, την οποία οφείλει να αποστείλει σε αντίγραφα ο αρμόδιος Εισαγγελέας, ύστερα από σχετική αίτηση του Εισηγητή της υπόθεσης.

 

 

Άρθρο 18

Κοινοποίηση της πειθαρχικής Απόφασης και Πρακτικών

 

1. Η Απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιδίδεται στον εγκαλούμενο δικηγόρο με Δικαστικό Επιμελητή. Αν ο εγκαλούμενος δεν έχει δηλώσει το τελευταίο έτος στον Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει την ακριβή διεύθυνση του γραφείου ή της κατοικίας του ή είναι αγνώστου διαμονής, τότε οι κοινοποιήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας γίνονται στον Γενικό Γραμματέα του Δικηγορικού Συλλόγου που θεωρείται νόμιμος αντίκλητος αυτού.

 

2. Ο πειθαρχικά διωκόμενος έχει δικαίωμα να λάβει, με αίτημά του, αντίγραφο των Πρακτικών, μετά την έκδοση της Απόφασης.

 

3. Αν η πειθαρχική διαδικασία ξεκίνησε μετά από αναφορά, αντίγραφο της πειθαρχικής Απόφασης  κοινοποιείται στον αναφέροντα, μετά από αίτημά του προς τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Ο αναφέρων μπορεί να ζητήσει επίσης από τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, μετά την έκδοση της Απόφασης, αντίγραφο των τηρηθέντων Πρακτικών, τηρουμένης της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου που την εκδίκασε μπορεί να ανακοινώνει στον αναφέροντα την έφεση ή ενδεχόμενα ένδικα βοηθήματα που ασκήθηκαν κατ’ αυτής.  

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΤΗΡΗΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ  - ΑΡΧΕΙΟ

 

Άρθρο 19

Τήρηση Πρακτικών

 

1. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου τηρεί ο Γραμματέας.

 

2. Προς υποβοήθηση αποκλειστικά του έργου των Γραμματέων,  εφόσον αποφασίσει σχετικά ο Πρόεδρος  του Πειθαρχικού Συμβουλίου που συνεδριάζει, μπορούν να χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά μέσα για την καταγραφή του συνόλου ή μέρους της προφορικής διαδικασίας και, ιδίως, των καταθέσεων των μαρτύρων. Μετά την κατάρτιση και υπογραφή των Πρακτικών όλα τα ηλεκτρονικά βοηθήματα καταστρέφονται. Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίζει την τήρηση ηχογραφημένων Πρακτικών αυτεπαγγέλτως. Η τήρηση ηχογραφημένων Πρακτικών είναι υποχρεωτική όταν το ζητήσει γραπτώς  ο πειθαρχικά διωκόμενος δικηγόρος.

 

3. Τα Πρακτικά των διασκέψεων περιέχουν τα γενικά στοιχεία της συνεδρίασης, τα επιμέρους ζητήματα που συζητήθηκαν και το αποτέλεσμα της συζήτησης.

 

4. Η γνώμη της μειοψηφίας αναφέρεται στην Απόφαση και στα πρακτικά των διασκέψεων, με μνεία των ονομάτων των μειοψηφησάντων Μελών.

 

5. Τα Πρακτικά υπογράφονται από τον Πρόεδρο ή τον Αναπληρωτή του και τον Γραμματέα.

 

6. Τα Πρακτικά του Πειθαρχικού Συμβουλίου καταχωρούνται με την Απόφαση σε ειδικό βιβλίο του Πειθαρχικού Συμβουλίου με αύξοντα αριθμό.

 

7. Στο ειδικό βιβλίο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που τηρεί η Γραμματεία αυτού, καταχωρούνται:

 

α) Εκθέσεις σχετικές με Εφέσεις κατά των Αποφάσεων του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου οι οποίες ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά το άρθρο 148 του Κώδικα Δικηγόρων και το άρθρο 21 του παρόντος Κανονισμού,

 

β) Αποφάσεις του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου που αφορούν Αποφάσεις που έλαβε,  

 

γ) Αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου επί ενδίκων βοηθημάτων κατά αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου και

 

δ) Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί ενδίκων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου.

 

Άρθρο 20

Αρχείο

 

1. Μετά τη δημοσίευση της οριστικής Απόφασης, ο φάκελος της υπόθεσης τίθεται στο αρχείο του οικείου Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή αποστέλλεται, σε περίπτωση ασκήσεως Εφέσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21, παράγραφος 5, στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο.  

 

2. Τα στοιχεία του φακέλου κάθε υπόθεσης που τηρούνται στο Αρχείο κάθε Πειθαρχικού Συμβουλίου καταστρέφονται μετά την πάροδο πενταετίας, αφότου η σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατέστη αμετάκλητη.

 

3. Για την καταστροφή συγκροτείται τριμελής επιτροπή με απόφαση του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία συντάσσει και σχετικό πρωτόκολλο καταστροφής.

 

4. Τα σχέδια των αποφάσεων και των πρακτικών, που φέρουν τις προβλεπόμενες από τον παρόντα Κανονισμό πρωτότυπες υπογραφές, φυλάσσονται από τον Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου σε χωριστούς φακέλους.

 

5. Αντίγραφα των αποφάσεων της Επιτροπής και των σχετικών πρακτικών εκδίδονται από τον Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου μετά από αίτηση των μερών.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ

 

Άρθρο 21

Άσκηση Έφεσης

 

1. Ο δικηγόρος στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, πλην της σύστασης ή επίπληξης, έχει δικαίωμα να ασκήσει Έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την επίδοση της Απόφασης του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

2. Στην Απόφαση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου αναφέρεται ειδικά το δικαίωμα του δικηγόρου προς άσκηση Έφεσης και αναφέρεται ρητά ότι η Έφεση ασκείται ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

3.  Η Έφεση ασκείται με κατάθεσή της είτε από τον διωκόμενο πειθαρχικά είτε από άλλον ειδικά εξουσιοδοτημένο από αυτόν δικηγόρο στη γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε την Απόφαση που προσβάλλεται. Για την άσκηση της Έφεσης συντάσσεται έκθεση που επισυνάπτεται σε χωριστό φάκελο.

 

 

4. Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της Έφεσης, με επιμέλεια και ευθύνη του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε την Απόφαση, ο φάκελος παραδίδεται, με απόδειξη παραλαβής,  στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

 

Άρθρο 22

Μεταβατικές διατάξεις

 

1. Έως τις 31.12.2013 συγκροτούνται τα νέα Πειθαρχικά Συμβούλια και τα Πειθαρχικά Τμήματα αυτών.

 

2. Οι πειθαρχικές υποθέσεις που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό, από 1.1.2014 εισάγονται στα νέα Πειθαρχικά Τμήματα ή Πειθαρχικά Συμβούλια και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, εφαρμοζόμενης σε κάθε περίπτωση της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 139 του Κώδικα Δικηγόρων.

 

3. Πράξεις που διενεργήθηκαν έγκυρα κατά τη διάρκεια θητείας των Πειθαρχικών Συμβουλίων παραμένουν ισχυρές και μετά τη λήξη της θητείας τους. Αποφάσεις που έχουν συζητηθεί ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων πριν από τη λήξη της θητείας τους μπορούν να εκδοθούν και να δημοσιευθούν μέσα σε ένα τετράμηνο από τη λήξη της θητείας. Σε κάθε άλλη περίπτωση επαναλαμβάνεται η συζήτηση της πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον των νέων Πειθαρχικών Συμβουλίων ή Τμημάτων αυτών, κατά τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού.

 

 

Άρθρο 23

Τελικές διατάξεις

 

1. Για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται με ειδικότερες διατάξεις στον παρόντα Κανονισμό, εφαρμόζονται επικουρικά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως ισχύει.

 

2. Η ισχύς του παρόντος Κανονισμού αρχίζει από τη δημοσίευσή του.

 

3. Ο παρών Κανονισμός να δημοσιευθεί στο Νομικό Βήμα και να αναρτηθεί στην Ιστοσελίδα των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, εφόσον διαθέτουν σχετική σελίδα στο Διαδίκτυο.

 

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ