Είστε εδώ

ΜΠρΑθ 12521/2012 Προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης

(Περίληψη) Εκτός από το νόμω βάσιμο της ανακοπής, απαιτείται για τη χορήγηση της αναστολής, και η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία δεν ταυτίζεται ουσιαστικά με τη βασιμότητα ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής του άρθρου 933 επ. ή 936 ΚΠολΔ. Έτσι, αν δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής δεν νοείται βλάβη και κατ’ ακολουθίαν αναστολή. Αν πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής τότε θα ερευνηθεί η ύπαρξη ή όχι βλάβης.

Διατάξεις: άρθρα 933, 936, 938 [παρ. 1] ΚΠολΔ

[...] Κατά το άρθρο 938 ΚΠολΔ για τη στήριξη της αναστολής απαιτείται η ανακοπή να είναι νόμω βάσιμη, υπό την έννοια ότι περιέχει τουλάχιστον ένα λόγο που στηρίζεται στο νόμο. Εκτός από το νόμω βάσιμο της ανακοπής η διάταξη της παρ. 1 του ως άρθρου, μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 10 παρ. 7 του Ν 2145/1993 απαιτεί συμπλεκτικώς τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων αυτοτελών για τη χορήγηση της αναστολής, δηλαδή και την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία δεν ταυτίζεται ουσιαστικά με τη βασιμότητα ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής του άρθρου 933 επ. ή 936 ΚΠολΔ. Έτσι αν δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής δεν νοείται βλάβη και κατ’ ακολουθίαν αναστολή. Αν πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής τότε θα ερευνηθεί η ύπαρξη ή όχι βλάβης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τομ. Ε’, αρθρ. 938, παρ. 44, 45).

Οι αιτούσες με την από 26.11.2012 αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 188178/27.11.2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 19781/27.11.2012 και η οποία προσδιορίστηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο ζητούν, για τους αναφερόμενους στην ασκηθείσα ανακοπή τους λόγους, που ενσωματώνουν στην αίτησή τους, επικαλούμενες επικείμενο κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης, να ανασταλεί, κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της υπ’ αριθ. 280/19.9.2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και της υπ’ αριθ. 290/9.11.2012 Α’ Επαναληπτικής Περίληψης Κατασχετήριας Έκθεσης Ακίνητης Περιουσίας για διενέργεια Δημόσιου Αναγκαστικού Πλειστηριασμού, αμφοτέρων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Σ.Ε. Α., με την οποία ορίστηκε στις 12.12.2012 πλειστηριασμός των στην αίτηση λεπτομερώς αναφερόμενων και περιγραφόμενων ακινήτων τους, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 26.11.2012 (ΑΚΔ 16081/2012) ανακοπής τους, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησαν κατά της άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, δικάσιμος της οποίας προσδιορίστηκε για την 15.10.2013 και να καταδικαστεί η καθ’ ης στην δικαστική τους δαπάνη.

Η αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, μέχρι να εκδοθεί οριστική και όχι τελεσίδικη, όπως ζητούν, απόφαση επί της ανακοπής που άσκησαν οι αιτούσες κατά της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933, 934 και 938 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί και η ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, αυτά που ανέπτυξαν προφορικά και με τα σημειώματά τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και γενικά από την όλη συζήτηση της υπόθεσης, πιθανολογείται η ευδοκίμηση του πρώτου λόγου της από 26.11.2012 (ΑΚΔ 16081/2012) ανακοπής, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησαν οι αιτούσες κατά της άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, δικάσιμος της οποίας προσδιορίστηκε η 15.10.2013, κατά της καθ’ ης η παρούσα και της υπ’ αριθ. 280/19.9.2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και της υπ’ αριθ. 290/9.11.2012 Α’ Επαναληπτικής Περίληψης Κατασχετήριας Έκθεσης Ακίνητης Περιουσίας για διενέργεια Δημόσιου Αναγκαστικού Πλειστηριασμού, αμφοτέρων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Σ.Ε. Α.. Με τον λόγο αυτό οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης προέβη στην επίσπευση πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας τους (ήτοι του περιγραφόμενου στην αίτηση διαμερίσματος δευτέρου ορόφου) ενώ ήδη βρισκόταν σε ισχύ η παρ. 2 του άρθρου 1 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 18.12.2011/ΦΕΚ Α’ 262/16.12.2011 με την οποία παρατάθηκε η απαγόρευση πλειστηριασμού κύριας κατοικίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012 ανεξαρτήτως ποσού και ανεξαρτήτως ύπαρξης πτωχευτικής ικανότητας. Επιπρόσθετα δε ότι η καθ’ ης προέβη στην επίσπευση πλειστηριασμού εις βάρος των λοιπών – πλην της κύριας κατοικίας – περιουσιακών τους στοιχείων για απαιτήσεις της οι οποίες μεμονωμένα δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200.000€, καταχρηστικά και κατά σαφή και έκδηλη καταστρατήγηση του άρθρου 1 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 18.12.2011/ΦΕΚ Α’ 282/18.12.2011 με την οποία παρατάθηκε η αναστολή των πλειστηριασμών για απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200.000€ έως την 31Δεκεμβρίου 2012, ήτοι σώρευσε και συνένωσε περισσότερες από μία απαιτήσεις της προερχόμενες από δύο διαφορετικές διαταγές πληρωμής, οι οποίες – απαιτήσεις – είναι όλες κατώτερες του ποσού των 200.000€ στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, με σκοπό την καταστρατήγηση της διάταξης του ανωτέρω Νόμου που αφορά σε απαγόρευση πλειστηριασμών έως του ποσού των 200.000 ευρώ. Συγκεκριμένα δυνάμει της παράτασης που δόθηκε στο εκτελεστικό δικαιοστάσιο με το άρθρο 1 της από 4.1.2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 1/4.1.2011), η οποία κυρώθηκε με το Ν 3949/2011 (ΦΕΚ Α’ 74) έως την 30η Ιουνίου του 2011 για πλειστηριασμούς που επισπεύδονται για την ικανοποίηση απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200.000 ευρώ, όπως στην προκειμένη περίπτωση από πιστωτικά ιδρύματα, εταιρίες παροχής πιστώσεων και από τους εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών καθώς και με το ψηφισθέν άρθρο 46 του «Εφαρμοστικού νόμου του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» παρατάθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011 αλλά και έπειτα με το άρθρο 1 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 16.12.2011/ΦΕΚ Α’ 262/16.12.2011 έως την 31η Δεκεμβρίου 2012. Περαιτέρω, την 20.6.2012, η καθ’ ης κοινοποίησε τα κατωτέρω απόγραφα με τις από 18.6.2012 Β’ Επιταγές προς πληρωμή παρά πόδας αυτών, επιτάσσοντας για το μεν με αριθ. 9038/2008 α’ εκτελεστό απόγραφο της με αριθ. 9135/2008 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών συνολικά το ποσό των 96.571,35 ευρώ (εκ των οποίων το ποσό των 37.495.25€ αφορά το κονδύλι των τόκων) και για το με αριθ. 9039/2008 α΄ εκτελεστό απόγραφο της με αριθ. 9136/2008 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, συνολικά το ποσό των 154.211,03 ευρώ (εκ των οποίων το ποσό των 42.256,21 € αφορά το κονδύλι των τόκων) και στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 280/19.9.2012 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Σ. Α., επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση και επισπεύδει πλειστηριασμό της περιγραφόμενης στην αίτηση ακίνητης περιουσίας τους. Επομένως καμία εκ των ανωτέρω απαιτήσεων της καθ’ ης δεν υπερβαίνει το ποσό των 200.000€ και η καθ’ ης, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο εκπλειστηριάσμος των ακινήτων των αιτούντων, καταστρατηγώντας τον ανωτέρω νόμο που διέπει το Εκτελεστικό Δικαιοστάσιο, συνένωσε τις δύο απαιτήσεις της στις προσβαλλόμενες, έτσι ώστε το συνολικό ποσό να υπερβεί το ποσό των 200.000 €. Με την εν λόγω καταστρατήγηση το γράμμα του νόμου καθίσταται άνευ αντικειμένου και γράμμα κενό, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πιστωτικά ιδρύματα θα δύνανται να σωρεύουν το σύνολο των απαιτήσεών τους κατά των οφειλετών στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που κινούν εις βάρος τους, – και επομένως να παρακάμπτουν πανηγυρικά τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη (βλ. ΜΠρΡεθ 138/2011 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη και να ανασταλεί η επισπευδόμενη από την καθ’ ης, σε βάρος των αιτουσών, αναγκαστική εκτέλεση, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 26.11.2012 (ΑΚΔ 16081/2012) ανακοπή τους, δικάσιμος της οποίας προσδιορίστηκε η 15.10.2013 και που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησαν κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της υπ’ αριθ. 280/19.9.2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και της υπ’ αριθ. 290/9.11.2012 Α΄ Επαναληπτικής Περίληψης Κατασχετήριας Έκθεσης Ακίνητης Περιουσίας για διενέργεια Δημόσιου Αναγκαστικού Πλειστηριασμού, αμφοτέρων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Σ.Ε. Α., με την οποία ορίστηκε στις 12.12.2012 πλειστηριασμός των στην αίτηση λεπτομερώς αναφερόμενων και περιγραφόμενων ακινήτων τους, χωρίς την παροχή εγγυήσεως και υπό τον όρο της συζήτησης αυτής, κατά την άνω ορισθείσα δικάσιμο. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση πρέπει να επιβληθούν, κατ’ άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων, σε βάρος των αιτουσών, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. [...]

Παρατηρήσεις

1. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε με το ζήτημα της αναστολής διενέργειας πλειστηριασμών για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €), όταν αυτοί επισπεύδονται από πιστωτικά ιδρύματα, κρίνοντας ότι το ως άνω όριο των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €) ισχύει ανά απαίτηση, διότι σε αντίθετη περίπτωση τα επισπεύδοντα την αναγκαστική εκτέλεση πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν να σωρεύουν στη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως περισσότερες απαιτήσεις τους κατά του ίδιου οφειλέτη, προκειμένου με τον τρόπο αυτόν το σύνολο της προς εκτέλεση αξιώσεως να υπερβαίνει το ανωτέρω όριο.

2. Ειδικότερα, η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε ότι η καθ’ ης τράπεζα, με το να συνενώσει δύο απαιτήσεις της, ώστε το συνολικό τους ποσό να υπερβαίνει το όριο των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €), ενώ καμμία εξ αυτών μεμονωμένα δεν το ξεπερνούσε, προκειμένου δια της συνενώσεως αυτής να καταστεί δυνατός ο εκπλειστηριασμός των ακινήτων των αιτούντων, καταστρατήγησε το γράμμα του νόμου. Στο ίδιο ακριβώς δικανικό συμπέρασμα με την ίδια ή παρόμοια αιτιολογία της καταστρατήγησης κατέληξαν και άλλες αποφάσεις, όπως η υπ’ αριθμόν 138/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου (ΕΕΜΠΔ 2012/113), καθώς και η πιο πρόσφατη υπ’ αριθμόν 82/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (ΝΟΜΟΣ).

3. Όλες οι ανωτέρω αποφάσεις εκκινούν το δικανικό τους συλλογισμό, λαμβάνοντας εσφαλμένως ως δεδομένο ότι το γράμμα και η τελολογία της διατάξεως που προβλέπει την προαναφερθείσα αναστολή επιτάσσει το ως άνω όριο των 200.000 € να ισχύει ανά απαίτηση. Ωστόσο, από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως αυτής δύσκολα μπορεί να εξαχθεί ασφαλώς και αναντίρρητα τέτοιο συμπέρασμα.

4. Συγκεκριμένα, στη διάταξη του άρθρου 46 του Ν 3986/2011 αναφέρεται επί λέξει: «Αναστέλλονται από την 1η Ιουλίου 2011 έως την 31η Δεκεμβρίου 2011 οι πλειστηριασμοί, οι οποίοι επισπεύδονται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ από πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες παροχής πιστώσεων και από τους εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών». Η ίδια ακριβώς διατύπωση επαναλαμβάνεται και στα υπόλοιπα κανονιστικά κείμενα που προβλέπουν τη χρονική παράταση της άνω αναστολής.

5. Εκ της ανωτέρω διατυπώσεως όχι μόνο δεν προκύπτει το δικανικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η σχολιαζόμενη απόφαση, αλλά αντιθέτως από τον πληθυντικό αριθμό που περιλαμβάνεται στη φράση «ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων» συνάγεται το εντελώς αντίθετο ότι, δηλαδή, το όριο των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €) δεν έχει θεσπιστεί ανά απαίτηση, αλλά ανά δανειστή και οφειλέτη, όπερ σημαίνει ότι εάν μεταξύ του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος ως δανειστή και του ιδίου οφειλέτη υφίστανται περισσότερες απαιτήσεις εξοπλισθείσες με τίτλο εκτελεστό, των οποίων το άθροισμα υπερβαίνει το άνω όριο, τότε ουδόλως τίθεται θέμα αναστολής του τυχόν επισπευδόμενου πλειστηριασμού.

6. Η αντίθετη κρίση στην οποία κατέληξε η σχολιαζόμενη απόφαση δεν βρίσκει έρεισμα όχι μόνο στο γράμμα, αλλά ούτε και στην τελολογία της άνω διατάξεως. Και τούτο διότι από το γεγονός ότι ο νομοθέτης πιθανώς αποσκοπούσε στη διευκόλυνση και στην προστασία των οφειλετών που δεν μπορούν λόγω της οικονομικής κρίσης να είναι συνεπείς στις οικονομικές υποχρεώσεις τους δεν μπορεί να εξαχθεί όχι μόνο με νομικούς, αλλά και με αμιγώς λογικούς όρους, το συμπέρασμα ότι το όριο των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €) αναφέρεται σε κάθε απαίτηση ξεχωριστά και όχι στο σύνολο των τυχόν απαιτήσεων που μπορεί να έχει το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα κατά του ίδιου οφειλέτη.

7. Ο νομοθέτης, πέρα από τις πολλές νομικές διεξόδους που θέσπισε με το Ν 3869/2010, παρέσχε ουσιαστική και αποτελεσματική προστασία στους δανειολήπτες οφειλέτες που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, απαγορεύοντας σε πρώτο στάδιο την εκπλειστηρίαση ακινήτων που αποτελούν πρώτη κατοικία, στη συνέχεια δε απαγόρευσε και τη διενέργεια πλειστηριασμών άλλων, πλην της πρώτης κατοικίας, ακινήτων, για απαιτήσεις που δεν υπερβαίνουν το προαναφερθέν όριο των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €), χωρίς να νομοθετήσει ότι το όριο αυτό αφορά σε κάθε απαίτηση ξεχωριστά και όχι το σύνολο των απαιτήσεων του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος έναντι του ίδιου οφειλέτη.

8. Λαμβανομένων υπ’ όψιν των ανωτέρω, η χωρίς έρεισμα στο γράμμα του νόμου τελολογική ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως, στην οποία κατέληξε η σχολιαζόμενη απόφαση, καθίσταται εξαιρετικά προβληματική και εξ απόψεως συνταγματικού δικαίου, δεδομένου ότι περιορίζει υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ακροάσεως (άρθρο 20 παρ. 1 Σ), στο οποίο περιλαμβάνεται και η αναγκαστική εκτέλεση, τη στιγμή που υπάρχει πλέον ισχυρή και πολυεπίπεδη νομοθετική προστασία των οφειλετών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω της οικονομικής κρίσης (αναστολή πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, Ν 3869/2010).

9. Προς την ορθή αυτή κατεύθυνση κινήθηκαν η υπ’ αριθμόν 424/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς (ΝΟΜΟΣ), καθώς και η υπ’ αριθμόν 3154/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης (ΕΠολΔ 2011/129 με σημείωμα Π. Αρβανιτάκη), προσθέτοντας στην αιτιολογία τους το ορθό επιχείρημα ότι η άποψη που υιοθέτησε η σχολιαζόμενη απόφαση, πέραν του ότι δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο σκοπό του νόμου, οδηγεί επιπροσθέτως στο ανεπιεικές αποτέλεσμα για έναν οφειλέτη ο οποίος οφείλει μόνο μια απαίτηση ύψους άνω των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €) να μπορεί να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση και για άλλον οφειλέτη ο οποίος οφείλει στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα περισσότερες απαιτήσεις, εκάστη των οποίων δεν υπερβαίνει το άνω όριο, να αναστέλλεται η διενέργεια του επισπευδόμενου πλειστηριασμού.

Παντελεήμων Ρεντούλης,

Δικηγόρος, ΔΜΣ Πολιτικής Δικονομίας,
ΔΜΣ Εξειδικευμένου Δημοσίου Δικαίου, M2R

Πηγή: EφΑΔ 1/2013, 80